Του Παναγιώτη Σωτήρη*
Η έκθεση του Κώστα Λαπαβίτσα και του Χάινερ Φλάσμπεκ για την κρίση της Ευρωζώνης αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα στην προσπάθεια να ανοίξει μια ουσιαστική συζήτηση για το ευρώ μέσα στην Ευρωπαϊκή Αριστερά. Άλλωστε, η πολιτική σημασία της μελέτης φάνηκε και από το γεγονός ότι εκδόθηκε από το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ και υποστηρίχτηκε από την ηγεσία της Die Linke, ύστερα μάλιστα και από την δήλωση του Oskar Lafontaine ότι η έξοδος από την Ευρωζώνη είναι ένα ενδεχόμενο που πρέπει να εξετάσουν οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου. Άλλωστε, η έκθεση δημοσιεύτηκε λίγο μετά την απόφαση του ΑΚΕΛ να προτείνει την έξοδο της Κύπρου από την Ευρωζώνη, μια απόφαση που στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό και στις προτάσεις που έκαναν οι Λαπαβίτσας και Φλάσμπεκ.
Η ίδια η έκθεση δεν θυμίζει ένα ριζοσπαστικό μαρξιστικό μανιφέστο. Αν και ο Λαπαβίτσας έχει ρητές μαρξιστικές αναφορές, η έκθεση δείχνει να χρωματίζεται περισσότερο από την πολύ πιο κεϋνσιανή προσέγγιση του Φλάσμπεκ. Επιπλέον, δεν χαρακτηρίζεται από μια εκ προοιμίου εχθρότητα προς τη νομισματική ένωση ή το νομισματικό συντονισμό για την Ευρώπη. Ούτε θα βρει κανείς ιδιαίτερα αντικαπιταλιστικές αναφορές. Αντίθετα, δείχνει να θεωρεί δεδομένη τη διεθνοποίηση του εμπορίου και των ροών κεφαλαίων. Όμως, αυτό είναι που την κάνει, από μία άποψη, και πιο ενδιαφέρουσα: είναι μια κριτική από εσωτερικό πλευρών του κυρίαρχου οικονομικού παραδείγματος.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι μια ριζοσπαστική κριτική των κυρίαρχων οικονομικών πολιτικών μέσα στην Ευρωζώνη. Αντίθετα, είναι μια σαρωτική απόπειρα αποδόμησης των αντιφάσεων, των σφαλμάτων, των ασυνεπειών της οικονομικής, νομισματικής και δημοσιονομικής αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης. Ιδιαίτερα αναδεικνύουν την δομική αδυναμία των στόχων πληθωρισμού να δημιουργήσουν μια ισορροπημένη ενιαία νομισματική ζώνη στο βαθμό που δεν συνδυάζονται με τη σύγκλιση των πραγματικών μισθών. Επιπλέον, οι δύο συγγραφείς υπογραμμίζουν τον άμεσο αιτιώδη δεσμό ανάμεσα στις ανισορροπίες μέσα στην Ευρωζώνη και τα εμπορικά ελλείμματα αλλά και το αυξανόμενο δημόσιο χρέος. Αυτό υπογραμμίζει ακριβώς το γεγονός που οι Ευρωπαίοι ηγέτες επιμένουν να αρνούνται: το ίδιο το ευρώ, ως κοινό νόμισμα, είναι μέρος του προβλήματος, είναι μηχανισμός που οξύνει την οικονομική κρίση στον Ευρωπαϊκό Νότο.
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει και η θέση που παίρνουν οι δύο συγγραφείς απέναντι στις διάφορες προτάσεις που έχουν διατυπωθεί για την εύρεση λύσης «εντός της ευρωζώνης». Με πειστικό τρόπο δείχνουν ότι δεδομένης της εμφανούς αδυναμίας να υπάρξει μια πραγματική πολιτική ενοποίηση της ΕΕ δεν είναι δυνατό να υπάρξουν εκείνοι οι αναδιανεμητικοί μηχανισμοί που θα αντιμετώπιζαν το πρόβλημα των αποκλίσεων στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Την ίδια στιγμή μας θυμίζουν ότι δεν έχει νόημα να σκεφτόμαστε με όρους μεταβιβάσεων μεταξύ χωρών, καθώς θα διαμόρφωνε σχέσεις εξάρτησης που δύσκολα θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές από τις χώρες που θα δέχονταν τέτοιες μεταβιβάσεις.
Στη βάση αυτών των εκτιμήσεων οι δύο συγγραφείς επιμένουν στην ανάγκη για μια οργανωμένη και προετοιμασμένη έξοδο από την Ευρωζώνη και κατά συνέπεια για μια διάλυση της σημερινής οικονομικής και νομισματικής αρχιτεκτονικής της. Γι’ αυτό το λόγο και αποδομούν το επιχείρημα ότι μια τέτοια κίνηση, που αναγκαστικά θα πρέπει να περιλάβει μέτρα όπως οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων και οι περιορισμοί σε ορισμένες τραπεζικές συναλλαγές, δεν είναι τεχνικά εφικτή. Αντίθετα, σημειώνουν τη σημασία των εξελίξεων στην Κύπρο όπου η ΕΕ αναγκάστηκε να αποδεχτεί προσωρινά μέτρα όπως οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων για να μπορέσει να αποτρέψει την πλήρη κατάρρευση του Κυπριακού τραπεζικού συστήματος. Επομένως το ταμπού έχει ήδη σπάσει.
Με βάση τα παραπάνω έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε τις αντιδράσεις της Ελληνικής Αριστεράς και ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με αυτές τις προτάσεις. Όπως έγινε και στην περίπτωση της αλλαγής στάσης του ΑΚΕΛ υπέρ της εξόδου από την Ευρωζώνη, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να αρνηθεί ευγενικά τέτοιες προτάσεις, παρά το γεγονός ότι τέτοιες προτάσεις αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση όχι μόνο σε οργανωμένα τμήματα της Αριστεράς αλλά και σε μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος. Άλλωστε, κατ’ επανάληψη εκπρόσωποι της γραμμής της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ έχουν καταγγείλει την ενδεχόμενη έξοδο από την ευρωζώνη ως εθνικιστική ή ανταγωνιστική προς μια ταξική πολιτική. Χαρακτηριστική του έντονα πολεμικού, στα όρια της στρεψοδικίας, κλίματος και πρόσφατο άρθρο του Κώστα Βεργόπουλου στην Κυριακάτικη Αυγή που επιτίθεται στην έκθεση Λαπαβίτσα και Φλάσμπεκ, αλλά και κατηγορεί τη γερμανική Αριστερά επειδή καταψήφισε τα «προγράμματα στήριξης», δηλαδή τα γνωστά σε όλους μας Μνημόνια.
Βέβαια, το παράδοξο είναι ότι η κυρίαρχη αφήγηση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ότι ο μόνος στόχος πρέπει να είναι η πανευρωπαϊκή συνεργασία της Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων με στόχο την ανατροπή της λιτότητας χωρίς ρήξη με την Ευρωζώνη, μάλλον προσκρούει στο γεγονός ότι άλλα κόμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς αρχίζουν και συζητούν και το ενδεχόμενο της ρήξης με την ευρωζώνη.
Το κύριο επιχείρημα που προβάλλει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι το να ανοίξουμε τη συζήτηση για την έξοδο από την ευρωζώνη θα δώσει στις συστημικές δυνάμεις τη δυνατότητα να πιέσουν το ΣΥΡΙΖΑ και θα αποξενωθούν τμήματα του εκλογικού σώματος που παραμένουν ιδεολογικά προσκολλημένα στο ευρώ ως σταθερό νόμισμα, με αποτέλεσμα να διακυβευθεί μια πιθανή νίκη της Αριστεράς στις εκλογές. Το πρόβλημα, όμως, είναι το ακριβώς αντίθετο. Όσο η Αριστερά δεν αντιλαμβάνεται ότι το ευρώ είναι ο βασικός κόμβος του τρέχοντος ιδεολογικού εκβιασμού, της ελληνικής εκδοχής του ΤΙΝΑ (There Is No Alternative), η πολιτική συζήτηση θα παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα πλαίσιο που θα ευνοεί τις συστημικές δυνάμεις και όχι τα κοινωνικά κινήματα. Αυτό βοηθά την κυβέρνηση πολιτικά και εκλογικά. Αντίθετα, η ρήξη με την Ευρωζώνη ανοίγει τον πολιτικό χώρο για την επεξεργασία και τον πειραματισμό με ριζοσπαστικές οικονομικές και κοινωνικές εναλλακτικές επιλογές που όντως έρχονται σε ρήξη με το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και μπορούν να κάνουν την Αριστερά να είναι μια πραγματική πολιτική εναλλακτική λύση και όχι απλώς μια εκλογική διέξοδος για τη διαμαρτυρία. Άλλωστε, είναι αδύνατο να έχουμε ριζικές κοινωνικές αλλαγές χωρίς κάποιου είδους ρήξη την τρέχουσα χρηματοοικονομική, νομισματική και θεσμική αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης και την κυρίαρχη στρατηγική μέσα στην ΕΕ.
Σε τελική ανάλυση, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ένα σοσιαλισμό που θα στηρίζεται στην ανακεφαλαιοποίηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Μηχανισμό Στήριξης…
* Ο Παναγιώτης Σωτήρης διδάσκει κοινωνική θεωρία, κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί του στην διεύθυνση: psot (at) soc.aegean.gr.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου