της @Krotkie
Ειδικότερα για ορισμένες χώρες, τις πιο ευάλωτες της Ευρωζώνης, ορισμένες εκ των οποίων έτσι κι αλλιώς, ακολούθησαν τη μοίρα της Ελλάδας, προσδενόμενες και αυτές στο άρμα του “διορθωτικού προγράμματος” της Τρόικα, η Ελλάδα λειτουργούσε σαν ένα είδος τρέηλερ για όσα θα υφίσταντο σύντομα και αυτές. Χαρακτηριστικό, πάντως είναι πως, μέχρι πολύ πρόσφατα, το επίσημο πολιτικό σκηνικό αποπειράτο λυσσαλέα να πείσει πως όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα δεν αφορούν αυτές τις χώρες -γραμμή την οποία ακολούθησαν και τα μέσα ενημέρωσης των χωρών αυτών· το γεγονός αυτό ήταν εξαιρετικά πρόδηλο, για παράδειγμα στην Ισπανία -σχολιαζόμενο μάλιστα ειρωνικά στο τουήτερ με το hashtag #SpainIsNotGreece -, αντίστοιχη όμως ήταν η τακτική και στην Ιταλία ή την Πορτογαλία, αν και σε λιγότερο έντονο βαθμό.
"Προδότες στην οικογένεια του ευρώ;" Το περίφημο εξώφυλλο του γερμανικού Focus, 22 Φεβρουαρίου 2010 |
Αντίστοιχα ήταν και τα φαινόμενα που εκδηλώθηκαν στον τύπο των χωρών του “πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης”. Η αρχική αντίδραση, ιδιαίτερα στο γερμανικό, τον βέλγικο και τον ολλανδικό τύπο ήταν να χαρακτηρίσει το πρόβλημα αμιγώς ελληνικό και να το παρουσιάσει σαν αποτέλεσμα των χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, της αδυναμίας των κυβερνήσεων να τα επιλύσουν και της έλλειψης διάθεσης από πλευράς τους να αντιμετωπίσουν την φοροδιαφυγή και να πατάξουν το πελατειακό σύστημα. Πολύ συχνά, κατέφυγαν σε σχολιασμό στερεοτυπικό, χαρακτηρίζοντας τους Έλληνες τεμπέληδες, γλετζέδες και ρέμπελους -αλλά και ψεύτες, αναφερόμενοι στα περίφημα Greek statistics (όλοι θυμόμαστε στο πρωτοσέλιδο του Focus με τη φωτοσοπαρισμένη Αφροδίτη της Μήλου και τη λεζάντα “Πρόδοτες στην οικογένεια του ευρώ;”).
Σύντομα όμως, αυτού του είδους η επιφανειακή αντιμετώπιση έπαψε να έχει έρεισμα στην πραγματική ζωή. Το πρόβλημα δεν μπορούσε πλέον να θεωρηθεί αμιγώς ελληνικό, από τη στιγμή που δέθηκαν στο άρμα της Τρόικα άλλες δύο χώρες της παλιάς Ευρωζώνης (η Ιρλανδία και η Πορτογαλία ήταν επίσης ανάμεσα στα ιδρυτικά κράτη μέλη της Ευρωζώνης). Ακόμα και τότε, ειδικά ο προσκείμενος στη δεξιά και το φιλελευθερισμό τύπος των χωρών του ευρωπαϊκού κέντρου, συνέχισαν να κάνουν διαχωρισμό μεταξύ των τριών χωρών, αλλά και μεταξύ των PIIGS και των χωρών του κέντρου, πράγμα που βέβαια κατέστη δυσχερέστερο να στηριχτεί, όταν οι τριγμοί άρχισαν να γίνονται εμφανείς στην Ισπανία (Bankia, κατασκευαστική φούσκα).
Η παρουσίαση του προβλήματος με αυτό τον τρόπο από τον παραδοσιακό ευρωπαϊκό τύπο, διαμόρφωσε ένα κλίμα “βορείων και νοτίων” στην κοινή γνώμη των χωρών αυτών, υπονομεύοντας τα αισθήματα αλληλεγγύης που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν, καθιστώντας το έδαφος προσφορότερο για τις περικοπές που επέκειντο και εκεί (περικοπές έχουν ήδη γίνει στο Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γαλλία, τη Βρετανία, αλλά ακόμα και τη Γερμανία ή τη Δανία), αλλά και δίνοντας πίστωση χρόνου στην Ευρωζώνη, για να πάρει ανάσα, να προωθήσει μέτρα ανακουφιστικά προς το καταρρέον τραπεζικό σύστημα (Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση, Six Pack, Τwo Pack [και εδώ]) -πίστωση χρόνου που της ήταν εξαιρετικά αναγκαία.
Το κλίμα αρχίζει να μεταστρέφεται λίγο μετά το κούρεμα του Ιουλίου 2011 και σαφέστατα μετά τις εκλογές του 2012. Στο χρονικό διάστημα μεταξύ αυτών των δύο γεγονότων, αρχίζει δειλά δειλά να διαφαίνεται πως τα μέτρα είναι τουλάχιστον ανεπαρκή (δεν υπάρχουν ακόμα φωνές που να τα χαρακτηρίζουν λανθασμένα), και πως το κοινωνικό τίμημα είναι τουλάχιστον δυσανάλογο. Στους δέκτες του ξένου τύπου, αρχίζουν να φτάνουν πληροφορίες για την εξαθλίωση στους δρόμους της Αθήνας, την ραγδαία άυξηση του αριθμού των αστέγων, την υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών. Και φυσικά, ο ιλιγγιώδης ρυθμός αύξησης της ανεργίας -σε συνδυασμό με τους υπόλοιπους οικονομικού δείκτες που δεν σημειώνουν καμιά εντυπωσιακή βελτίωση- δεν είναι κρυφός, δημοσιεύεται και στα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Εκτός αυτού όμως, η κρίση πλέον αρχίζει να πλησιάζει και τις χώρες του κέντρου, όπως η Γαλλία ή το Βέλγιο, αλλά και χώρες εκτός Ευρωζώνης, όπως η Βρετανία.
Παράλληλα, η πολιτική κρίση που οδήγησε στην Κυβέρνηση Παπαδήμου και η δεύτερη πράξη της που κατέληξε στις διπλές εκλογές του 2012, αναδεικνύουν πως τα προβλήματα δεν περιορίζονται στην οικονομία, αλλά -όπως συνήθως συμβαίνει- επεκτείνονται στο πολιτικό και πολιτειακό επίπεδο. Μέχρι τις εκλογές του 2012, τα ζητήματα αυτά αγγίζονταν ακροθιγώς (τις ελάχιστες φορές που έστω κι αυτό συνέβαινε). Οι εκλογές αυτές όμως, ανέδειξαν ένα στοιχείο που κανείς δεν είχε ψυχανεμιστεί ως τότε (ή που όλοι αρνούνται να παραδεχτούν): την άνοδο του φασισμού. Είναι εντυπωασιακό το γεγονός πως η πλειονότητα του ευρωπαϊκού τύπου, στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στις δυο εκλογικές αναμετρήσεις, έκανε αναφορά σε “άνοδο των δύο άκρων”, παίζοντας το ίδιο παιχνίδι με τα εγχώρια καθεστωτικά μέσα. Αξίζει να υπενθυμιστούν τα δημοσιεύματα στο βρετανικό και το γερμανικό τύπο που σχεδόν υπαγόρευαν στους Έλληνες τι να ψηφίσουν (με αποκορύφωμα αυτό των Financial Times Deutschland) ή που παρουσίαζαν το ΣΥΡΙΖΑ περίπου σαν τον Αρμαγεδδώνα για την Ευρωζώνη αλλά και για τη χώρα (Frankfurter Allgemeine Zeitung).
Σημαντική πάντως είναι η μεταστροφή που έχει σημειωθεί μέσα στο χρόνο που ακολούθησε την τελευταία εκλογική αναμέτρηση. Τόσο σε ό,τι αφορά πολιτειακά ζητήματα ή τα ανθρώπινα δικαιώματα, όσο και σχετικά με την οικονομία, πολλά από τα ξένα μέσα αποτελούν πηγή ενημέρωσης ακόμα και για τους Έλληνες, με δεδομένη την υποβάθμιση ή και απόκρυψη, της οποίας τυγχάνουν αυτά τα θέματα από τα αντίστοιχα ελληνικά, και τη ζοφερή κατάσταση της ελευθεροτυπίας στη χώρα. Θυμόμαστε φυσικά την περίπτωση των βασανισμών των 15 αντιφασιστών στη ΓΑΔΑ, το Σεπτέμβρη του 2012, σχετικά με την οποία η ευρεία κοινή γνώμη στην Ελλάδα, ενημερώθηκε από το Guardian. Αντίστοιχα αξιοσημείωτη είναι η έκταση που δόθηκε από τα ξένα μέσα στην υπόθεση Βαξεβάνη και τη Λίστα Lagarde, την υπόθεση Λαυρεντιάδη (Reuters), τις καταγγελίες για την αστυνομική βία, τη λογοκρισία και την καταστολή δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ (έκθεση ΕΦΕ), και τη συνεργασία της αστυνομίας με τη Χρυσή Αυγή και την εγκληματική δράση αυτής της τελευταίας εις βάρος μεταναστών, ομοφυλοφίλων και ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Το αποκορύφωμα φυσικά ήταν η ευρύτατη κάλυψη της υπόθεσης της ΕΡΤ.
Μιας υπόθεσης την οποία αγκάλιασαν σαν να ήταν δική τους· είναι εξάλλου χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι ξένοι δημοσιγράφοι δείχνουν παραπάνω ευαισθησία για θέματα που άπτωνται της καταστολής έναντι συνδέλφων τους και της λογοκρισίας, όπως φάνηκε και με την περίπτωση Βαξεβάνη.
Στην περίπτωση της ΕΡΤ, η κάλυψη και το ενδιαφέρον των ξένων μέσων είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή, ανάλογη βέβαια της κλίμακας αυτής της κρίσης. Το θέμα έγινε πρωτοσέλιδο σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές εφημερίδες και πρώτο θέμα σε πάρα πολλά δελτία ειδήσεων, πολλά ήταν τα δίκτυα που αναμετέδιδαν το πειρατικό πρόγραμμα της κατελειλημμένης ΕΡΤ (TVE, Euronews), ενώ είναι αξιοσημείωτη η έντονη παρέμβαση της EBU, η οποία έδωσε συχνότητα στην ΕΡΤ μέσω δορυφόρου, την ιδια στιγμή που ο Πρόεδρός και ο Αντιπρόεδρός της ανέλαβαν ιδία δράση ερχόμενοι στην Ελλάδα, μεταβαίνοντας στην ΕΡΤ και συναντώμενοι με τον Πρωθυπουργό.
Αναμενόμενο και φυσιολογικό, δεδομένης τόσο της σημασίας που έχει το γεγονός ότι έκλεισε ένα δημόσιο σύμπλεγμα ΜΜΕ, όσο και το ότι πρόκειται για κατάφωρη παρέμβαση στην ελευθεροτυπία και υποβάθμιση του δικαιώματος των πολιτών στην ενημέρωση και την ψυχαγωγία.
Να σημειώσουμε ακόμη μερικά δεδομένα σε σχέση με τον τρόπο κάλυψης των ξένων μέσων, τα οποία πιθανά να εξηγούν τα παραπάνω φαινόμενα. Είναι λίγα τα μέσα που έχουν μόνιμο ανταποκριτή στην Ελλάδα, ο οποίος να έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει καλά τα το εγχώριο τοπίο και την κουλτούρα, αλλά και να εμβαθύνει με τρόπο κριτικό στην πολιτική ζωή και τα κοινωνικά δρώμενα. Τα περισσότερα μέσα διαθέτουν έναν ανταποκριτή στην ευρύτερη περιοχή, ο οποίος καλύπτει περισσότερες από μία χώρες και, όταν συμβαίνει κάποιο έκτακτο γεγονός οργανώνουν μια ολιγοήμερη αποστολή. Ισχύει πάντως ότι κάποια μέσα, με την έναρξη της κρίσης μετατόπισαν τη μόνιμη εδρα του ανταποκριτή τους από κάποια άλλη χώρα της Ανατολικής Μεσογείου στην Αθήνα, όμως καταλαβαίνουμε πως αυτοί οι άνθρωποι χρειάζονταν χρόνο για να αντιληφθούν τον τρόπο που λειτουργεί η ελληνική κοινωνία και πολιτική ζωή. Οι περιστασιακοί ανταποκριτές συνήθως επαφίενται στον fixer τους, ο οποίος κατά σημαντικό βαθμό είναι συνήθως σε θέση να επηρρεάσει την οπτική τους. Ταυτόχρονα, συχνά οι δημοσιογράφοι αναπαράγουν μια παραδοσιακού τύπου κάλυψη, χωρίς να έρχονται σε ουσιασιτκή επαφή με το ντόπιο πληθυσμό. Βέβαια, αυτός δεν είναι κανόνας, γι'αυτό και υπάρχουν μέσα των οποίων η κάλυψη ανταποκρίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην πραγματικότητα και χαρακτηρίζεται από αξιόλογη ανάλυση και εμβάθυνση.
Τέλος, ένα άλλο ποιοτικό χαρακτηριστικό που εξελίχθηκε κατά την διάρκεια της κρίσης είναι το γεγονός ότι ορισμένα μέσα (ιδιαίτερα γαλλικά και βρετανικά) δίνουν πλέον βήμα σε έλληνες δημοσιογράφους, σε μόνιμη ή περιστασιακή βάση. Η σχέση αυτή είναι αμφίδρομη: δημοσιογράφοι επιλέγουν να δώσουν ειδήσεις σε ξένα μέσα αντί για ελληνικά (πιθανά γνωρίζοντας πως έτσι θα έχουν οι ειδήσεις τους καλύτερη τύχη για δημοσίευση και απήχηση), αλλά και μέσα επιλέγουν να απευθυνθούν σε έλληνες δημοσιογράφους, αντιλαμβανόμενα πως έτσι θα πετύχουν πιο ολοκληρωμένη και ποιοτική κάλυψη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα ρεπορτάζ του Άρη Χατζηστεφάνου στον Guaridan ή το άρθρο του Κώστα Βαξεβάνη στη New York Times.
Εκτός Ευρώπης πάντως, η κάλυψη είναι μάλλον πιο περιορισμένη, όπως αυτό είναι αναμενόμενο. Παρ'όλ'αυτά, ο τύπος της Λατινική Αμερικής κάνει συχνές αναφορές στα τεκταινόμενα στην Ελλάδα: μάλιστα κατά την περιοδεία του Αλέξη Τσίπρα στις χώρες αυτές, υπήρξαν τηλεοπτικά μέσα που φιλοξένησαν μέλη της αποστολής στο ζωντανό τους πρόγραμμα (Ρένα Δούρου και Κώστας Ήσυχος στη Βενεζουελάνικη τηλεόραση), ενώ η αργεντίνικη δημόσια τηλεόραση παρουσίασε εκτενή ανταπόκριση του Γιώργου Αυγερόπουλου για την ΕΡΤ πριν από λίγες μέρες.
Από την άλλη πλευρά, πιο κοντά μας γεωγραφικά, αλλά πολυ πιο μακριά μας ειδησεογραφικά βρίσκεται η Ρωσία, όπου ο φιλοκυβερνητικός τύπος κάνει κάποιες αναφορές στα οικονομικά ζητήματα που τρόπον τινά αφορούν τη χώρα (όπως τα περί φυσικού αερίου), αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία για να καταφερθεί εναντίον της ΕΕ. Ο αντιπολιτευτικός τύπος από την άλλη, ασχολείται με την Ελλάδα συχνότερα, σχολιάζοντας και τις καταστροφικές συνέπειες της λιτότητας στην κοινωνία. Αυτή η μερίδα του τύπου θίγει και τα σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα θέματα, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί πως η εμβέλειά της είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Σύντομα όμως, αυτού του είδους η επιφανειακή αντιμετώπιση έπαψε να έχει έρεισμα στην πραγματική ζωή. Το πρόβλημα δεν μπορούσε πλέον να θεωρηθεί αμιγώς ελληνικό, από τη στιγμή που δέθηκαν στο άρμα της Τρόικα άλλες δύο χώρες της παλιάς Ευρωζώνης (η Ιρλανδία και η Πορτογαλία ήταν επίσης ανάμεσα στα ιδρυτικά κράτη μέλη της Ευρωζώνης). Ακόμα και τότε, ειδικά ο προσκείμενος στη δεξιά και το φιλελευθερισμό τύπος των χωρών του ευρωπαϊκού κέντρου, συνέχισαν να κάνουν διαχωρισμό μεταξύ των τριών χωρών, αλλά και μεταξύ των PIIGS και των χωρών του κέντρου, πράγμα που βέβαια κατέστη δυσχερέστερο να στηριχτεί, όταν οι τριγμοί άρχισαν να γίνονται εμφανείς στην Ισπανία (Bankia, κατασκευαστική φούσκα).
Η παρουσίαση του προβλήματος με αυτό τον τρόπο από τον παραδοσιακό ευρωπαϊκό τύπο, διαμόρφωσε ένα κλίμα “βορείων και νοτίων” στην κοινή γνώμη των χωρών αυτών, υπονομεύοντας τα αισθήματα αλληλεγγύης που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν, καθιστώντας το έδαφος προσφορότερο για τις περικοπές που επέκειντο και εκεί (περικοπές έχουν ήδη γίνει στο Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γαλλία, τη Βρετανία, αλλά ακόμα και τη Γερμανία ή τη Δανία), αλλά και δίνοντας πίστωση χρόνου στην Ευρωζώνη, για να πάρει ανάσα, να προωθήσει μέτρα ανακουφιστικά προς το καταρρέον τραπεζικό σύστημα (Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση, Six Pack, Τwo Pack [και εδώ]) -πίστωση χρόνου που της ήταν εξαιρετικά αναγκαία.
Το κλίμα αρχίζει να μεταστρέφεται λίγο μετά το κούρεμα του Ιουλίου 2011 και σαφέστατα μετά τις εκλογές του 2012. Στο χρονικό διάστημα μεταξύ αυτών των δύο γεγονότων, αρχίζει δειλά δειλά να διαφαίνεται πως τα μέτρα είναι τουλάχιστον ανεπαρκή (δεν υπάρχουν ακόμα φωνές που να τα χαρακτηρίζουν λανθασμένα), και πως το κοινωνικό τίμημα είναι τουλάχιστον δυσανάλογο. Στους δέκτες του ξένου τύπου, αρχίζουν να φτάνουν πληροφορίες για την εξαθλίωση στους δρόμους της Αθήνας, την ραγδαία άυξηση του αριθμού των αστέγων, την υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών. Και φυσικά, ο ιλιγγιώδης ρυθμός αύξησης της ανεργίας -σε συνδυασμό με τους υπόλοιπους οικονομικού δείκτες που δεν σημειώνουν καμιά εντυπωσιακή βελτίωση- δεν είναι κρυφός, δημοσιεύεται και στα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Εκτός αυτού όμως, η κρίση πλέον αρχίζει να πλησιάζει και τις χώρες του κέντρου, όπως η Γαλλία ή το Βέλγιο, αλλά και χώρες εκτός Ευρωζώνης, όπως η Βρετανία.
Παράλληλα, η πολιτική κρίση που οδήγησε στην Κυβέρνηση Παπαδήμου και η δεύτερη πράξη της που κατέληξε στις διπλές εκλογές του 2012, αναδεικνύουν πως τα προβλήματα δεν περιορίζονται στην οικονομία, αλλά -όπως συνήθως συμβαίνει- επεκτείνονται στο πολιτικό και πολιτειακό επίπεδο. Μέχρι τις εκλογές του 2012, τα ζητήματα αυτά αγγίζονταν ακροθιγώς (τις ελάχιστες φορές που έστω κι αυτό συνέβαινε). Οι εκλογές αυτές όμως, ανέδειξαν ένα στοιχείο που κανείς δεν είχε ψυχανεμιστεί ως τότε (ή που όλοι αρνούνται να παραδεχτούν): την άνοδο του φασισμού. Είναι εντυπωασιακό το γεγονός πως η πλειονότητα του ευρωπαϊκού τύπου, στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στις δυο εκλογικές αναμετρήσεις, έκανε αναφορά σε “άνοδο των δύο άκρων”, παίζοντας το ίδιο παιχνίδι με τα εγχώρια καθεστωτικά μέσα. Αξίζει να υπενθυμιστούν τα δημοσιεύματα στο βρετανικό και το γερμανικό τύπο που σχεδόν υπαγόρευαν στους Έλληνες τι να ψηφίσουν (με αποκορύφωμα αυτό των Financial Times Deutschland) ή που παρουσίαζαν το ΣΥΡΙΖΑ περίπου σαν τον Αρμαγεδδώνα για την Ευρωζώνη αλλά και για τη χώρα (Frankfurter Allgemeine Zeitung).
Σημαντική πάντως είναι η μεταστροφή που έχει σημειωθεί μέσα στο χρόνο που ακολούθησε την τελευταία εκλογική αναμέτρηση. Τόσο σε ό,τι αφορά πολιτειακά ζητήματα ή τα ανθρώπινα δικαιώματα, όσο και σχετικά με την οικονομία, πολλά από τα ξένα μέσα αποτελούν πηγή ενημέρωσης ακόμα και για τους Έλληνες, με δεδομένη την υποβάθμιση ή και απόκρυψη, της οποίας τυγχάνουν αυτά τα θέματα από τα αντίστοιχα ελληνικά, και τη ζοφερή κατάσταση της ελευθεροτυπίας στη χώρα. Θυμόμαστε φυσικά την περίπτωση των βασανισμών των 15 αντιφασιστών στη ΓΑΔΑ, το Σεπτέμβρη του 2012, σχετικά με την οποία η ευρεία κοινή γνώμη στην Ελλάδα, ενημερώθηκε από το Guardian. Αντίστοιχα αξιοσημείωτη είναι η έκταση που δόθηκε από τα ξένα μέσα στην υπόθεση Βαξεβάνη και τη Λίστα Lagarde, την υπόθεση Λαυρεντιάδη (Reuters), τις καταγγελίες για την αστυνομική βία, τη λογοκρισία και την καταστολή δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ (έκθεση ΕΦΕ), και τη συνεργασία της αστυνομίας με τη Χρυσή Αυγή και την εγκληματική δράση αυτής της τελευταίας εις βάρος μεταναστών, ομοφυλοφίλων και ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Το αποκορύφωμα φυσικά ήταν η ευρύτατη κάλυψη της υπόθεσης της ΕΡΤ.
Μιας υπόθεσης την οποία αγκάλιασαν σαν να ήταν δική τους· είναι εξάλλου χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι ξένοι δημοσιγράφοι δείχνουν παραπάνω ευαισθησία για θέματα που άπτωνται της καταστολής έναντι συνδέλφων τους και της λογοκρισίας, όπως φάνηκε και με την περίπτωση Βαξεβάνη.
Στην περίπτωση της ΕΡΤ, η κάλυψη και το ενδιαφέρον των ξένων μέσων είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή, ανάλογη βέβαια της κλίμακας αυτής της κρίσης. Το θέμα έγινε πρωτοσέλιδο σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές εφημερίδες και πρώτο θέμα σε πάρα πολλά δελτία ειδήσεων, πολλά ήταν τα δίκτυα που αναμετέδιδαν το πειρατικό πρόγραμμα της κατελειλημμένης ΕΡΤ (TVE, Euronews), ενώ είναι αξιοσημείωτη η έντονη παρέμβαση της EBU, η οποία έδωσε συχνότητα στην ΕΡΤ μέσω δορυφόρου, την ιδια στιγμή που ο Πρόεδρός και ο Αντιπρόεδρός της ανέλαβαν ιδία δράση ερχόμενοι στην Ελλάδα, μεταβαίνοντας στην ΕΡΤ και συναντώμενοι με τον Πρωθυπουργό.
Αναμενόμενο και φυσιολογικό, δεδομένης τόσο της σημασίας που έχει το γεγονός ότι έκλεισε ένα δημόσιο σύμπλεγμα ΜΜΕ, όσο και το ότι πρόκειται για κατάφωρη παρέμβαση στην ελευθεροτυπία και υποβάθμιση του δικαιώματος των πολιτών στην ενημέρωση και την ψυχαγωγία.
Να σημειώσουμε ακόμη μερικά δεδομένα σε σχέση με τον τρόπο κάλυψης των ξένων μέσων, τα οποία πιθανά να εξηγούν τα παραπάνω φαινόμενα. Είναι λίγα τα μέσα που έχουν μόνιμο ανταποκριτή στην Ελλάδα, ο οποίος να έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει καλά τα το εγχώριο τοπίο και την κουλτούρα, αλλά και να εμβαθύνει με τρόπο κριτικό στην πολιτική ζωή και τα κοινωνικά δρώμενα. Τα περισσότερα μέσα διαθέτουν έναν ανταποκριτή στην ευρύτερη περιοχή, ο οποίος καλύπτει περισσότερες από μία χώρες και, όταν συμβαίνει κάποιο έκτακτο γεγονός οργανώνουν μια ολιγοήμερη αποστολή. Ισχύει πάντως ότι κάποια μέσα, με την έναρξη της κρίσης μετατόπισαν τη μόνιμη εδρα του ανταποκριτή τους από κάποια άλλη χώρα της Ανατολικής Μεσογείου στην Αθήνα, όμως καταλαβαίνουμε πως αυτοί οι άνθρωποι χρειάζονταν χρόνο για να αντιληφθούν τον τρόπο που λειτουργεί η ελληνική κοινωνία και πολιτική ζωή. Οι περιστασιακοί ανταποκριτές συνήθως επαφίενται στον fixer τους, ο οποίος κατά σημαντικό βαθμό είναι συνήθως σε θέση να επηρρεάσει την οπτική τους. Ταυτόχρονα, συχνά οι δημοσιογράφοι αναπαράγουν μια παραδοσιακού τύπου κάλυψη, χωρίς να έρχονται σε ουσιασιτκή επαφή με το ντόπιο πληθυσμό. Βέβαια, αυτός δεν είναι κανόνας, γι'αυτό και υπάρχουν μέσα των οποίων η κάλυψη ανταποκρίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην πραγματικότητα και χαρακτηρίζεται από αξιόλογη ανάλυση και εμβάθυνση.
Τέλος, ένα άλλο ποιοτικό χαρακτηριστικό που εξελίχθηκε κατά την διάρκεια της κρίσης είναι το γεγονός ότι ορισμένα μέσα (ιδιαίτερα γαλλικά και βρετανικά) δίνουν πλέον βήμα σε έλληνες δημοσιογράφους, σε μόνιμη ή περιστασιακή βάση. Η σχέση αυτή είναι αμφίδρομη: δημοσιογράφοι επιλέγουν να δώσουν ειδήσεις σε ξένα μέσα αντί για ελληνικά (πιθανά γνωρίζοντας πως έτσι θα έχουν οι ειδήσεις τους καλύτερη τύχη για δημοσίευση και απήχηση), αλλά και μέσα επιλέγουν να απευθυνθούν σε έλληνες δημοσιογράφους, αντιλαμβανόμενα πως έτσι θα πετύχουν πιο ολοκληρωμένη και ποιοτική κάλυψη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα ρεπορτάζ του Άρη Χατζηστεφάνου στον Guaridan ή το άρθρο του Κώστα Βαξεβάνη στη New York Times.
Εκτός Ευρώπης πάντως, η κάλυψη είναι μάλλον πιο περιορισμένη, όπως αυτό είναι αναμενόμενο. Παρ'όλ'αυτά, ο τύπος της Λατινική Αμερικής κάνει συχνές αναφορές στα τεκταινόμενα στην Ελλάδα: μάλιστα κατά την περιοδεία του Αλέξη Τσίπρα στις χώρες αυτές, υπήρξαν τηλεοπτικά μέσα που φιλοξένησαν μέλη της αποστολής στο ζωντανό τους πρόγραμμα (Ρένα Δούρου και Κώστας Ήσυχος στη Βενεζουελάνικη τηλεόραση), ενώ η αργεντίνικη δημόσια τηλεόραση παρουσίασε εκτενή ανταπόκριση του Γιώργου Αυγερόπουλου για την ΕΡΤ πριν από λίγες μέρες.
Από την άλλη πλευρά, πιο κοντά μας γεωγραφικά, αλλά πολυ πιο μακριά μας ειδησεογραφικά βρίσκεται η Ρωσία, όπου ο φιλοκυβερνητικός τύπος κάνει κάποιες αναφορές στα οικονομικά ζητήματα που τρόπον τινά αφορούν τη χώρα (όπως τα περί φυσικού αερίου), αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία για να καταφερθεί εναντίον της ΕΕ. Ο αντιπολιτευτικός τύπος από την άλλη, ασχολείται με την Ελλάδα συχνότερα, σχολιάζοντας και τις καταστροφικές συνέπειες της λιτότητας στην κοινωνία. Αυτή η μερίδα του τύπου θίγει και τα σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα θέματα, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί πως η εμβέλειά της είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
===============================
Πηγές: εκπομπή #rbnews 25 Nοεμβρίου 2011
Χαμηλή αυτοεκτίμηση 16 Ιανουαρίου 2013 (ιδιαίτερα η συμβολή του @YiannisBab)
Χαμηλή αυτοεκτίμηση 16 Ιανουαρίου 2013 (ιδιαίτερα η συμβολή του @YiannisBab)
και η συστηματική παρακολούθηση του ξένου τύπου τα τελευταία τρία χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου