Ειρήνη Σωτηροπούλου
Στην πραγματικότητα, αυτό το ταξείδι κρατάει χρόνια, περισσότερο από την έρευνα την ίδια, αλλά οι σημειώσεις αυτές προέκυψαν από το ταξείδι που έγινε κυριολεκτικά στο μέσο της φετινής άνοιξης, με το λεωφορείο της γραμμής για το Παρανέστι Δράμας. Είχα ήδη μετά από δυο και πλέον χρόνια έρευνας καταλήξει ότι θαύμαζα τους χιλιάδες ανθρώπους που συμμετέχουν στα δίκτυα και στις ομάδες ανά την Ελλάδα, που δεν χρησιμοποιούν το ευρώ στις συναλλαγές τους, αλλά ανταλλάσσουν μεταξύ τους, χαρίζουν πράγματα, ή χρησιμοποιούν παράλληλα νομίσματα, δηλαδή μονάδες μέτρησης φτιαγμένες από τους ίδιους.
Τους θαυμάζω λοιπόν για το πώς αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με τη φύση, το ότι επικρατούν η ευγένεια, οι χαμηλοί τόνοι και η ελευθερία στη συνεργασία, και την ίδια στιγμή, επικρατεί η μουσική, ο χορός, ο αστεϊσμός αντί για την συνηθισμένη ακτιβιστική σοβαροφάνεια. Μου αρέσει που χωρούν σε αυτές τις ομάδες όλοι όσοι είναι αποφασισμένοι να εργαστούν για πολύ συγκεκριμένους στόχους, για παράδειγμα, να σώσουν τις παραδοσιακές ποικιλίες ή να μειώσουν τα σκουπίδια τους. Κάπως έτσι οι γυναίκες συμμετέχουν «μαζικά» στα δίκτυα και στις ομάδες αυτές, και μάλιστα με ρόλους καθοδηγητικούς και δημιουργικούς, όταν δεν είναι επικεφαλής οι ίδιες. Κάπως έτσι δεν χωρούν εύκολα οι κακές συμπεριφορές και η ιεραρχία, διότι, τι εντολές να δώσεις όταν ο καθένας μπορεί να δουλεύει όσο θέλει, και να ξεκουράζεται όταν χρειάζεται; Όχι πως δεν υπάρχουν αυστηροί κανόνες για όσους δεν συμπεριφέρονται καλά, αλλά οι κανόνες είναι λίγοι, σαφείς και απλοί ώστε όποιος δεν αρέσκεται, αποφεύγει να συμμετέχει.
Το κυριότερο όμως είναι ότι όλα αυτά τα δίκτυα αμφισβητούν διάφορα στερεότυπα, ειδικά για τους αγροτικούς πληθυσμούς ή για την αγροτική ζωή αλλά και για το τί συνιστά αστική ζωή και αστικός πολιτισμός. Επιπλέον εκτός από διάφορες δυτικές γλώσσες, μέσα στα δίκτυα υπάρχουν και οι γλώσσες της γειτονιάς, για παράδειγμα, τα τούρκικα, και οι (άλλες) βαλκανικές γλώσσες[2].
Αυτό κόντευε να ξεχαστεί στα μέρη μας, μολονότι εμείς εδώ σε αυτή τη χώρα (που μας λέμε έλληνες και ελληνίδες) ποτέ δεν είχαμε πρόβλημα να μιλούμε άλλες γλώσσες, ούτε είχαμε πρόβλημα ποτέ με τον πολιτισμό άλλων λαών. Έτσι λοιπόν, βρίσκω και μέσα στην έρευνα ξένες λέξεις[3] και οι άνθρωποι δεν διστάζουν να τις χρησιμοποιήσουν, αφού στην ελληνική δεν υπάρχει λέξη για συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες. Ίσως επειδή η σύγχρονη ελληνική γραμματεία ποτέ δεν ασχολήθηκε με αυτές τις οικονομικές δομές, προς τις οποίες η «σύγχρονη» κεφαλαιοκρατική οικονομία λειτούργησε από ανταγωνιστικά μέχρι καταπιεστικά.
Εδώ δεν θέλω να πω ότι οι μη καπιταλιστικές οικονομικές δομές δεν μπορεί να είναι εκμεταλλευτικές. Κάθε άλλο: η εκμετάλλευση μπορεί κάλλιστα να γίνεται και χωρίς κεφάλαιο και χωρίς χρήμα. Μάλιστα η Ελλάδα πέρασε από όλες τις μορφές οικονομίας και η χρηματικοποίηση από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα αντιμετωπίστηκε αρχικά με ανακούφιση από πολλούς φτωχούς ανθρώπους στην επαρχία. Φαίνεται, επομένως, ότι μετά από 50 χρόνια εκτεταμένης εγχρήματης οικονομίας και χρησιμοποιώντας ευρώ από το 2002, η διαπραγμάτευση δεν είναι να «ξαναγυρίσουμε πίσω στα παλιά» και να αναβιώσουμε το παρελθόν όπως ήταν. Νομίζω ότι κανείς δεν το θέλει αυτό, γιατί οι περισσότεροι έχουν ζήσει το «παρελθόν» και το διηγούνται με κάθε ευκαιρία[4].
Βλέπω επομένως, ανθρώπους που προσπαθούν να κάνουν πράγματα τώρα και για το μέλλον. Το μέλλον φυσικά στα δίκτυα και τις ομάδες αυτές είναι πολύ συγκεκριμένο: είναι στα φυτά που θα φυτευτούν την άνοιξη και θα δώσουν τροφή το καλοκαίρι, στο ρούχο που πήρες δωρεάν και θα το φορέσεις μεθαύριο, στα μαθήματα ζωγραφικής που πάντα ήθελες να κάνεις, και «δεν έβγαινες οικονομικά».
Το μέλλον είναι λοιπόν πολύ διαφορετικό από τις βραχυ-, μεσο- και μακρο-πρόθεσμες κατασκευές της οικονομικής επιστήμης. Από την άλλη, είναι τόσο εκτεταμένο στο χρόνο που ενίοτε φαίνεται αιώνιο. Για παράδειγμα, το μέλλον που αφορά στη διατήρηση της ποικιλίας των καλλιεργειών είναι ή προσπαθούμε να είναι «αιώνιο», χωρίς τέλος. Αυτή η αντίληψη υποθέτω ότι πανικοβάλλει τους οικονομολόγους, διότι τι είδους υπολογισμούς να κάνεις για αορίστου χρόνου μακροπρόθεσμες επενδύσεις; Άσε που «μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί», που έλεγε και ο Κέυνς.
Το ότι μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί το ξέρουν πολύ καλά στα δίκτυα. ασχέτως αν δεν το αναφέρουν με αυτή τη φράση. Αντί όμως να αγχώνονται να βγάλουν κέρδος σήμερα, αγχώνονται για άλλα πράγματα: Να επαναχρησιμοποιούμε υλικά που δεν διασπώνται εύκολα στη φύση. Να μπορεί ο καθένας να καλύψει βασικές ανάγκες με χρήμα (παράλληλο νόμισμα) ή χωρίς χρήμα. Να χορέψουμε πολύ, να τραγουδήσουμε ωραία, να γελάσουμε, μην φύγει η μέρα με τη δουλειά και πάμε απλώς να κοιμηθούμε.
Αυτές οι αγωνίες και τα άγχη είναι εντελώς αντι-οικονομικά, αφού δεν βγάζει κανείς κέρδος[5] από αυτά. Όμως, με αυτές τις επιλογές διασώζονται όχι μόνο οι σπόροι, αλλά και η γνώση για την καλλιέργειά τους και την χρησιμοποίηση της σοδειάς. Με τον ίδιο τρόπο διασώζονται οι άνθρωποι, τα χωράφια και τα ποτάμια, οι χειροτεχνίες και οι χοροί. Δηλαδή, διασώζονται όλα με το να απλώνει ο χρόνος για να γίνουν όλα αυτά. Γιατί και ο σπόρος θέλει το χρόνο του για να δώσει καρπό, και η οφειλή μπορεί να εκπληρωθεί μετά από πολύν καιρό, και το χειροτέχνημα χρειάζεται χρόνο για να γίνει.
Και ξαφνικά, όπως κοιτούσα τα καταπράσινα βουνά και τις πλαγιές από το παράθυρο του λεωφορείου, σκέφτηκα ότι μάλλον τούτες οι πρασινάδες δεν ήταν άγριες, ούτε και τα βουνά απάτητα. Άρχισα να παρατηρώ ότι κι εκεί που δεν έμοιαζαν οι πλαγιές να έχουν χωράφια, μάλλον άνθρωπος είχε περάσει, όχι μόνο παλιά, αλλά και φέτος ή έστω πέρυσι. Και τα δέντρα εδώ και εκεί που δεν είχαν κλαδιά στους κορμούς και ήταν τόσο καλοφτιαγμένα, σίγουρα δεν είχαν κλαδευτεί από μόνα τους.
Στο μυαλό ήρθε η συζήτηση περί οικολογικού αποτυπώματος, δηλαδή εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα[6]. Αλλά εκεί που ήμουν και ταξείδευα, δεν υπήρχε διοξείδιο του άνθρακα πέραν του συνηθισμένου[7]. Τα σπίτια ήταν ανύπαρκτα ή μαζεμένα σε ταπεινά χωριά, όχι με την έννοια του φτωχικού, αλλά με την έννοια του ανθρώπου που κατά βάση κοιτάει στο ύψος που φτάνουν τα μάτια του, δηλαδή, τους άλλους ανθρώπους.
Τότε αναθάρρησα ότι αυτό ήταν το ύψιστο οικολογικό αποτύπωμα, δηλαδή, ότι οι άνθρωποι ζούσαν εκεί, χωρίς να ενοχλούν όλα αυτά που κάθε Απρίλη θέλουν να πρασινίσουν. Ταυτόχρονα ήταν και το ύψιστο πολιτισμικό επίπεδο, δηλαδή να μην αφήνεις υλικά μνημεία άλλα από εκείνα που σου παραδόθηκαν: τα βουνά, τα δέντρα, τα πουλιά, τα λουλούδια, άντε κατά παραχώρηση να διατηρείς για λόγους ανάγκης, όμορφα χωριά[8].
Μετά θυμήθηκα ότι τα πανάρχαια ανθρώπινα μνημεία αυτού του πολιτισμού είναι οι συνταγές φαγητού, οι μέθοδοι καλλιέργειας που σέβονται τη γη, οι ιατρικές γνώσεις για τα βότανα. Μνημείο είναι η ικανότητα να μπορούν οι άνθρωποι να δημιουργούν από το «τίποτε» όμορφα πράγματα που χρειάζονται κάθε μέρα, γιατί το όμορφο θέλει συνήθως δουλειά και η δουλειά θέλει χρόνο και ο χρόνος θέλει ελευθερία. Να μπορούν να μαθαίνουν παλιά τραγούδια και να φτιάχνουν και καινούρια. Και τελικά συνειδητοποίησα ότι ο πολιτισμός αυτός δεν έχει ψηλά μαρμάρινα κτίρια για να νιώθουν οι άνθρωποι μικροί και δεν έχει επιβλητική τέχνη που την ακούς και τη χαίρεσαι από απόσταση και ανάλογα με το τι διάζωμα έχεις πληρώσει για να καθίσεις.
Είναι ένας πολιτισμός στα ανθρώπινα μέτρα, όπου δεν χρειάζεται να πάς χρόνια σε ωδεία και πανεπιστήμια για να μάθεις τα βασικά ώστε να δημιουργήσεις κι εσύ μαζί με τους άλλους. Είναι ένας πολιτισμός που σε συνεφέρει ότι δεν είσαι άρχοντας της γης αλλά κομμάτι της, και μάλιστα το πιο αδαές, το πιο ευάλωτο, το πιο αποξενωμένο από τις ρίζες του. Είναι ένας πολιτισμός που, χωρίς να ξεχάσουμε ότι μπορεί να είχε και ίσως ακόμη έχει και ελαττώματα [9], έχει την έγνοια ότι δεν μπορείς να υπερβείς κάποια όρια, ότι σε όλα υπάρχει μέτρο. Είναι ένας πολιτισμός όπου δεν χωράει εύκολα ιεραρχία, περισσεύει όμως ο σεβασμός σε αυτούς που δουλεύουν πολύ, που προσφέρουν με γενναιοδωρία το χρόνο τους, τον κόπο τους ή τις γνώσεις τους, που προσπαθούν να είναι συνεπείς σε λόγια και έργα.
Είναι ένας πολιτισμός που χάνεται κάθε στιγμή, όχι γιατί επέδραμε η πόλη και ο καπιταλισμός (σιγά μην μπορεί ο καπιταλισμός να τα βάλει με έναν τέτοιο πολιτισμό) αλλά γιατί είναι σχεδιασμένος να χάνεται κάθε βράδυ, σεβόμενος το σκοτάδι της φύσης, και να κοιμάται βαθιά μέχρι το πρωί. Και το πρωί πάλι ξυπνά, ώστε να δημιουργεί πάλι ξανά και ξανά από τη φαντασία και τη δουλειά των ανθρώπων. Είναι ένας πολιτισμός που αντί για χρυσά νομίσματα αφήνει στο τέλος ευχαριστημένους ανθρώπους: ανθρώπους που χόρεψαν πολύ, τραγούδησαν πολύ, δούλεψαν πολύ, πάλεψαν πολύ και χάρισαν πολύ.
Δεν περιφρονώ αριστουργήματα όπως είναι ο Παρθενώνας ή τόσα άλλα αρχαία οικοδομήματα. Αλλά τελικά, μπορεί να υπάρξει υψηλός πολιτισμός και χωρίς στρατιές δούλων να μεταφέρουν μάρμαρα, χωρίς να μεταφέρει κανείς με πονηριά το Ταμείο της Δηλιακής Συμμαχίας στην Αθήνα, χωρίς το αίμα των Μηλίων να αμαυρώνει ακόμη τις ανθρώπινες θάλασσες. Όχι πως ο πολιτισμός της λεγόμενης κλασικής Αθήνας δεν ήταν σπουδαίος, αλλά μπορεί να υπάρξει υψηλός πολιτισμός και χωρίς τις γυναίκες κλεισμένες στο γυναικωνίτη, και χωρίς ανθρώπους δούλους στα χωράφια και στα εργαστήρια, αλλά με όλους και όλες στην «αγορά», δηλαδή στη συνέλευση, ελεύθερους και ελεύθερες.
Και αυτός ο πολιτισμός σε αυτή τη γη δεν είναι ένας οποιοσδήποτε, αλλά παρ’ ότι συγκεκριμένος σε τόπο και χρόνο, χωράει όλους τους ανθρώπους, γιατί καθένας μπορεί να προσφέρει και να δημιουργήσει μέσα σε έναν τέτοιο πολιτισμό. Και τότε μου φάνηκε ότι δεν ήταν τυχαίο που η γλώσσα είναι ελληνική, αλλά μιλιέται μαζί με άλλες γλώσσες, και τα τραγούδια είναι στα ελληνικά, αλλά από εδώ και από κει θα βρεις και λέξεις από άλλες γλώσσες. Διότι, μάλλον αυτός ο πολιτισμός είναι τόσο συγκεκριμένος που δεν κάνει διακρίσεις, αλλά μαθαίνει από παντού, αντιγράφει από παντού, φιλοξενεί από παντού. Είναι αυτός ο πολιτισμός ελληνικός[10]; Είναι σίγουρα και ελληνικός, αλλά υποψιάζομαι ότι δεν σταματάει στα ελληνικά σύνορα, η έρευνά μου σταματάει στα ελληνικά σύνορα, οπότε δεν ξέρω να πω παραπάνω από όσα βλέπω από την από εδώ μεριά.
Φαίνεται λοιπόν, ότι αυτός ο πολιτισμός έχει και τη δική του οικονομία. Όχι, δεν θα μπορούσε να έχει ευρώ για νόμισμα, δεν θα μπορούσε να είναι προσανατολισμένος στο χρηματικό κέρδος, δεν θα μπορούσε καν να βασίζεται σε μια οικονομία που ευθαρσώς σου λέει «ζήσε για να δουλεύεις, αλλιώς δεν θα ζήσεις καθόλου». Δεν θα μπορούσε να είναι μια οικονομία που δεν σου επιτρέπει να χαίρεσαι οικογένεια και φίλους, που δεν σου επιτρέπει να έχεις όμορφα πράγματα στην καθημερινότητά σου, και που σε μετράει με το βιογραφικό σου και το λογαριασμό καταθέσεων. Είναι μια οικονομία που σε κρίνει με το αν πρόσφερες αυτό που μπορούσες να προσφέρεις και, ναι, με το πόσο μεράκι έβαλες και πόσο όμορφα έκανες το κάθε τι. Αυτή η οικονομία δεν απαιτεί δούλους και δεν απαιτεί μισθωτά οκτάωρα, δεν απαιτεί ανέργους και δεν απαιτεί να αμφιβάλλεις αν θα έχεις αύριο να φας.
Και έτσι απαντήθηκε χωρίς να το ρωτήσω και το περίεργο φαινόμενο που συναντώ στα δίκτυα και σε όλες αυτές τις ομάδες που συμμετέχουν στην έρευνα: κανείς δεν νοσταλγεί τη δραχμή ούτε προτείνει «ας γυρίσουμε στη δραχμή». Κανείς, πολύ λιγότερο, δεν θεωρεί τη δραχμή σύμβολο υψηλού πολιτισμού ή εύρωστης οικονομίας. Ήταν άραγε; Ίσως τελικά να μην ήταν. Μήπως δεν θυμόμαστε όλοι ότι πριν το 2002 και φτώχεια υπήρχε, και εκμετάλλευση, και περιβαλλοντική υποβάθμιση, και δημοσιονομική αστάθεια; Σαν να χάθηκε λοιπόν η δραχμή από τη συζήτηση, σαν να μην υπήρξε ποτέ, ή σαν να υπήρξε, αλλά η σημασία της να ήταν ήσσων. Ίσως γιατί όπως το ευρώ, ούτε η δραχμή είχε σχέση με τον πολιτισμό που πήγαινα να βρω στο Παρανέστι. Ίσως και η δραχμή να ήταν άλλο ένα σύμβολο περιφρόνησης για τον πολιτισμό που είχαμε και έχουμε, τον ανθρώπινο πολιτισμό, τον «στα μέτρα μας», τον γεμάτο απλωμένο χρόνο, τον γεμάτο μουσικές και χορό.
Με αυτήν την έννοια, τα δίκτυα και οι ομάδες που μελετώ – καλύτερα: τα δίκτυα και οι ομάδες που με διδάσκουν και με μορφώνουν- και η πολυμορφία τους, νομισματική και αχρήματη, αποδεικνύουν αυτό ακριβώς: ο πολιτισμός και οι αξίες μας είναι το πιο σημαντικό ζήτημα, και αφού λύσουμε αυτό, μετά φτιάχνουμε και τρόπους να συναλλασσόμαστε. Τα δίκτυα και όλες αυτές οι ομάδες είναι η οικονομία αυτού του πολιτισμού, τον ακολουθεί, του συμπαρίσταται, τον προάγει και τον φυλάει από τις κακοτοπιές. Έτσι, για παράδειγμα, οι παλαιοί σπόροι είναι δωρεάν για όλους και έτσι σώζονται οι ποικιλίες, οι συνταγές, τα γιατρικά, τα τραγούδια και οι άνθρωποι που τα φτιάχνουν όλα αυτά: μέσω μιας οικονομίας που δημιουργήθηκε σαν τον πολιτισμό από τον οποίο προέρχεται, στα ανθρώπινα μέτρα για τα ανθρώπινα μέτρα.
[1] Το κείμενο προέκυψε από σημειώσεις έρευνας και μάλιστα από τις σημειώσεις πεδίου πέρυσι 2011, όταν στα πλαίσια της έρευνας που κάνω για τη διατριβή μου, συμμετείχα ως εθελόντρια στην 11η Πανελλαδική Γιορτή Ανταλλαγής Ντόπιων Ποικιλιών του Πελίτι (www.peliti.gr) που έγινε την 30.04.2011 στο Μεσοχώρι Παρανεστίου Δράμας. Η διατριβή γίνεται στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης υπό την επίβλεψη του Καθηγητή Γεωργίου Σταθάκη. H έρευνα έχει συγχρηματοδοτηθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο - ΕΚΤ και από εθνικούς πόρους μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του ΕΣΠΑ - Έργο: Ηράκλειτος ΙΙ».
[2] Μου αρέσει λοιπόν που υπάρχουν αυτά τα μικρά ψήγματα από την πολυγλωσσική επικοινωνία που ήταν συνήθης στα Βαλκάνια μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα και που τελικά φαίνεται ότι εξακολουθεί να υπάρχει, έστω και σε πολύ χαλαρό ή ανεπίσημο επίπεδο.
[3] Ή που φαίνονται ξένες, γιατί δεν κάνω και γλωσσολογική έρευνα! Αλλού ο συλλογικός κήπος λέγεται μπαξές και γράφεται bahçe, δηλαδή στα τουρκικά (!). Αλλού η εργασία στο χωράφι των μελών της ομάδας περιγράφονται ως καϊρέτι ή καερέτι από το gayret (αραβική λέξη, που υπάρχει και στην τουρκική και σημαίνει κουράγιο, ζήλος και προστατευτικό συναίσθημα), το οποίο χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα στην Κρήτη αλλά και στην κυρίως Ελλάδα και σημαίνει πλέον την εργασία στα χωράφια ενός άλλου χωρίς αμοιβή, για συμπαράσταση ή για βοήθεια. Αλλού έχουμε συμφωνίες με… συνδυασμό δύο γλωσσών, όπως το ξεχαρτζιστό (ξε-χαρτς – ιστό), δηλαδή «χωρίς χρήμα φτιαγμένο [συμβόλαιο]». Μου είπαν όμως ότι ο όρος χρησιμοποιείται και για το «κλεμμένο». Δεν είμαι καθόλου σίγουρη καθόλου για την ιστορία των λέξεων αυτών και τη χρήση τους. Σαν να βρίσκω θραύσματα χωρίς να ξέρω από τί προέρχονται.
[4] Κάπως έτσι το έμαθα κι εγώ. Συνεπώς, δεν βλέπω νοσταλγία στα δίκτυα ούτε καν τη συνηθισμένη νοσταλγία «του παλιού καλού καιρού». Δεν υπάρχει λοιπόν «παλιός καλός καιρός», υπάρχει μόνο «παλιός καιρός» και «καλός καιρός», ανάλογα με τις περιστάσεις.
[5] Εδώ μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι το κέρδος μπορεί να έχει έννοια πολύ διαφορετική από τη συνηθισμένη. Γενικά όμως, δεν μπορεί κανείς εύκολα να δει κέρδος, όπως το νοούμε συνήθως, σε αυτές τις περιπτώσεις.
[6] Η σύγχρονη οικονομική και περιβαλλοντική επιστήμη έφτασε στο σημείο να μετρά το… οικολογικό μας αποτύπωμα με το διοξείδιο του άνθρακα που εκπέμπουμε και αμέσως το έτρεψε σε ομόλογα ώστε να γίνει ο αέρας που αναπνέουμε άλλο ένα τοξικό παράγωγο της σύγχρονης οικονομίας.
[8] Αρκετούς μήνες αφ’ ότου έγραψα αυτές τις σημειώσεις, ανακάλυψα την ανακοίνωση της Ορνιθολογικής Εταιρείας για τα κιρκινέζια http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=2368&aID=32 . Στην ανακοίνωση αυτή περιγράφεται με εκπληκτικό τρόπο πώς ένας άλλο τρόπος διαμόρφωσης του ανθρώπινου περιβάλλοντος και της οικονομικής του παραγωγής, που προϋπέθεταν αλλά και στήριζαν την προστασία των πλασμάτων αυτών (και πολλών άλλων, υποθέτω), χάνεται ακριβώς γιατί τόσο η υλική του αποτύπωσή του «τρόπου» αυτού όσο και η γνώση που προϋποθέτει εκλείπουν σιγά σιγά.
[9] Τα προβλήματα αυτά θα πρέπει να μάθουμε να τα κοιτούμε στα μάτια και να τα λύνουμε και όχι πια να τα ωραιοποιούμε χάριν μια «παράδοσης» που σκοπό έχει να αναπαράγει ανισότητες, αδικίες και διάφορες μορφές εκμετάλλευσης.
[10] Το ελληνικό το γράφω με μικρό «ε», αφού, είπαμε, όλα είναι στο ανθρώπινο μέτρο.
Βιβλιογραφικό σημείωμα:
Για τον πολιτισμό στα ανθρώπινα μέτρα, νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να διαβαστεί το βιβλίο του E.F.Schumacher (1974): Small is beautiful – A study of economics as if people mattered, Abacus Edition – Sphere Books Ltd, London. Σχετικά με τον αγροτικό πολιτισμό στη νότια Βαλκανική και την αγροτική οικονομία της περιοχής μέχρι τις αρχές περίπου του 20ού αιώνα, πολλές πληροφορίες μπορεί να βρει κανείς στο βιβλίο του Mark Mazower (2002): Τα Βαλκάνια, μτφρ. Κωνσταντίνος Κουρεμένος, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα. Χρησιμοποίησα το λεξικό των Faruk Tuncay & Λεωνίδα Καρατζά (2000): Τουρκοελληνικό λεξικό, Εκδόσεις Κέντρου Ανατολικών Γλωσσών & Πολιτισμού, Αθήνα, αλλά και το διαδικτυακό λεξικό www.turkishdictionary.net . Η ιστοσελίδα της Ορνιθολογικής Εταιρείας είναι www.ornithologiki.gr και παραδέχομαι ότι τόσα χρόνια παρέβλεψα τμήματα των βιβλιοθηκών, όπου φαίνεται να υπάρχουν περισσότερες οικονομικές γνώσεις από όσες φανταζόμαστε.
Περισσότερες πληροφορίες για την έρευνα και τις δημοσιεύσεις που έχουν γίνει μέχρι στιγμής στα πλαίσια της διατριβής, μπορεί κανείς να βρει στην ιστοσελίδα http://economics.soc.uoc.gr/html/static_content/econ_phd/GR/Sotiropoulou/scv.html και στα ιστολόγια http://ccresearchgreece.blogspot.com/ και http://erevnaantallages.blogspot.com/.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου