Creative Commons License This work is licensed under a Creative Commons Attribution-NonCommercial-NoDerivs 3.0 Unported License.

15 Μαρ 2013

Η άλλη Ελληνική τραγωδία

Photo © Juan Carlos Tomasi
Του John Carlin, εφημερίδα El País, 5/3/13
Ένας Αφγανός που εγκατέλειψε τη χώρα του επειδή προσηλυτίστηκε στο Χριστιανισμό από το Ισλάμ και φοβόταν ότι επρόκειτο να τον λυντσάρουν. Ένας Σύριος που άφησε την χώρα του όταν μια βόμβα κατέστρεψε το σπίτι του. Ένας Σουδανός που πέρασε τα σύνορα προς τη Λιβύη όταν στρατιώτες σκότωσαν τον πατέρα του και βίασαν τις αδελφές του. Οι τρεις προαναφερόμενοι προστέθηκαν στα ποτάμια των προσφύγων που συρρέουν, όπως πάντα από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας, από τους πιο κολασμένους τόπους της γης, φτάνοντας σήμερα στην Αθήνα, την πιο δυστυχισμένη πρωτεύουσα της Ευρώπης. Κυνηγάνε το ευρωπαϊκό όνειρο, αλλά είναι παγιδευμένοι στο βάλτο της ελληνικής κρίσης: χωρίς χαρτιά, ανεπιθύμητοι, παραμελημένοι, αγωνίζονται καθημερινά για να επιβιώσουν υφιστάμενοι τη συνεχή απειλή μίας βίας που νόμιζαν ότι είχαν αφήσει πίσω στις χώρες προέλευσης τους.
Οι κακοί σ’ αυτήν την ιστορία είναι εύκολο να εντοπιστούν. Το κοινοβουλευτικό κόμμα της άκρας δεξιάς Χρυσή Αυγή, χρησιμοποιεί τους ξένους μετανάστες όπως οι Ναζί χρησιμοποιούσαν τους εβραίους: ως εξιλαστήρια θύματα για τις απογοητεύσεις και κακοτυχίες που ταλανίζουν την κοινωνία. Η Χρυσή Αυγή κερδίζει οπαδούς τροφοδοτώντας την ανάγκη του ανθρώπου να μετατοπίσει σε άλλους την ευθύνη για τα προβλήματα που έχει. Επιμένει ότι οι Άραβες, Ασιάτες και Αφρικανοί («υπάνθρωποι», όπως τους αποκαλούν), οι οποίοι έχουν εισέλθει χωρίς νόμιμα χαρτιά στην χώρα,  είναι οι ένοχοι για τα οικονομικά βάσανα του λαού τους. Κατηγορώντας τους ότι μολύνουν τους Έλληνες με τις ασθένειές τους και ότι μετέτρεψαν το κέντρο της Αθήνας σε μια εγκληματική ζούγκλα, νεαροί αγωνιστές της Χρυσής Αυγής έχουν πάρει στο κυνήγι τους αλλοδαπούς στους δρόμους, τις αγορές, τα πάρκα και τα λεωφορεία.

Οι καλοί αυτής της ιστορίας είναι επίσης εύκολο να εντοπιστούν. Είναι εργαζόμενοι σε Μη Κυβερνητικούς Οργανισμούς (ΜΚΟ) ή εθελοντές Έλληνες που κάνουν ό, τι καλύτερο μπορούν για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες, πολλοί από τους οποίους πεινάνε, είναι άρρωστοι και άστεγοι. Ανήκουν σε αυτό το μικρό, ηρωικό είδος των ανθρώπων που εμφανίζεται σε κάθε γωνιά της γης, όπου υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που υποφέρουν. Όμως,  σε αυτή την περίπτωση, ο αλτρουισμός τους είναι μια ιδιαίτερη έκπληξη αφού ακόμα και οι ίδιοι πλήττονται από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης που σαρώνει την χώρα τους, ενώ παράλληλα γνωρίζουν ότι πολλοί από τους συμπατριώτες τους ανταγωνίζονται για τροφή με τους πρόσφυγες στους κάδους απορριμμάτων της Αθήνας. Η αποστολή των Γιατρών Χωρίς Σύνορα (ΓΧΣ), για παράδειγμα, έχει σκοπό να βοηθήσει τους πρόσφυγες (αν και πολύ λίγοι έχουν την επίσημη ιδιότητα του “πρόσφυγα”), αλλά, όπως και άλλες ΜΚΟ, αφουγκράζονται την αυξανόμενη κραυγή των ίδιων των Ελλήνων, όπου ένα 30% απ’  αυτούς δεν έχει πρόσβαση στη δημόσια υγεία σήμερα. Ρωτάνε: «Γιατί δεν βοηθάτε εμάς αντί για αυτούς; Ποιος τους κάλεσε; ».

Η Χρυσή Αυγή είναι οι κακοί, αλλά δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί έχουν γίνει η τρίτη πολιτική δύναμη στη χώρα, ενώ μάλιστα βρίσκεται σε πολύ καλό δρόμο να γίνει ακόμα και δεύτερη. Σε περιόδους ανασφάλειας, σύγχυσης και αβεβαιότητας, εκείνοι που κερδίζουν συχνά είναι αυτοί που προσφέρουν απλοϊκές διεξόδους σε πολύπλοκα προβλήματα. Συνδεδεμένοι με νεοναζιστικές ομάδες στη Γερμανία έχουν μάθει τα λαϊκιστικά μαθήματα της εποχής του Χίτλερ. Μεγεθύνουν τον κίνδυνο που εκπροσωπούν οι πρόσφυγες και προβάλλονται ως οι μοναδικοί και αυθεντικοί προστάτες του λαού. Δεν υπάρχει Έλληνας που να μην έχει  λάβει γνώση για την ύπαρξη ενός αριθμού τηλεφώνου, τον οποίο μπορούν να καλέσουν οι συνταξιούχοι με σκοπό να έχουν ένα-δύο “γορίλες” από το κόμμα, οι οποίοι θα τους συνοδεύσουν στις τράπεζες για να εισπράξουν τη μηνιαία σύνταξή τους, προστατεύοντας τους κατ’ αυτό τον τρόπο από τους επίφοβους ξένους “εγκληματίες”. Δεν είναι σαφές αν είναι καθαρή προπαγάνδα, αλλά ωστόσο έτσι φτάνει στον κόσμο. Η πιο πρόσφατη κίνηση της Χρυσής Αυγής ήταν να δημιουργήσει μια οργάνωση που ονομάζεται "Γιατροί με σύνορα". Διακηρύσσει ότι βασίζεται σε ένα δίκτυο γιατρών πρόθυμων να προσφέρουν δωρεάν φροντίδα σε ντόπιους και μόνο.

Πολλοί  Έλληνες μισούν τους πρόσφυγες. Πολλοί πρόσφυγες μισούν τους Έλληνες. Μίλησα με πάνω από 20 άτομα, άνδρες και γυναίκες, προερχόμενα από τις τρεις πιο επικίνδυνες χώρες του πλανήτη -το Αφγανιστάν, τη Συρία και το Σουδάν- και η συναίνεση μεταξύ τους ήταν απόλυτη: η Ελλάδα είναι ένα κολαστήριο από το οποίο θέλουν να φύγουν το συντομότερο δυνατό, αν και γνωρίζουν ότι υπάρχουν λίγες πιθανότητες να καταλήξουν στις χώρες του βορρά,  στις οποίες θα ήθελαν να ακολουθήσουν τα όνειρά τους, καθώς επειδή ούτε εκεί τους θέλουν, ασκούν πίεση  στην ελληνική κυβέρνηση για να αποτρέψει την αναχώρησή τους.
Όλοι εισέρχονται στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας, όπου στην ουσία ο καθένας μπορεί να περάσει ελεύθερα, χωρίς βίζα. Φτάνουν με πλοίο στα Ελληνικά νησιά από την Τουρκία, μεταφερόμενοι από διακινητές ανθρώπων, ξοδεύοντας σχεδόν όλες τις οικονομίες της ζωής τους. Μέχρι τα τέλη του περασμένου έτους, η πλειοψηφία έμπαινε διασχίζοντας ένα μικρό ποτάμι στα βορειοανατολικά σύνορα της Ελλάδας με την γείτονα μουσουλμανική χώρα. Τώρα πλέον σχεδόν κανένας δεν μπαίνει από εκεί, επειδή τον περασμένο μήνα ολοκληρώθηκε η κατασκευή ενός νέου σιδηρού παραπετάσματος στην Ευρώπη, αποτελούμενο από μια σειρά από φράχτες παρόμοιους με αυτούς που χωρίζουν το Μεξικό από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Συναντήθηκα με ανθρώπους που είχαν περάσει στην χώρα και με τους δύο τρόπους, από το ποτάμι και τη θάλασσα, στα σκοτεινά γραφεία του Ελληνικού Φόρουμ Προσφύγων, όπου είχα προσκληθεί να συμμετάσχω σε μια αυτοσχέδια τάξη αγγλικών. Υπήρχαν 14 μαθητές, άνδρες και γυναίκες, και ένας δάσκαλος ο οποίος μου μετέφραζε. Όλοι ήταν Αφγανοί. Όταν τους ρώτησα τι σημαίνει Ελλάδα για αυτούς, μου είπαν σχεδόν ομόφωνα : "Μια στάση λεωφορείου". Όταν ρώτησα τους 14, έναν προς έναν, το μήνυμα ήταν ακόμη πιο σαφές: τους τρομοκρατούσε η ιδέα ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ο τελικός τους προορισμός. Μάθαιναν αγγλικά ακριβώς επειδή είχαν την πρόθεση να πάνε στη βόρεια Ευρώπη. Έχοντας ζήσει επίπονα και επικίνδυνα ταξίδια, η παραμονή τους στην Ελλάδα μοιάζει σαν να πρέπει πια να παραδοθούν. Δεν προτίθενται όμως. Ούτε οι πιο νέοι , ούτε  οι πιο ευάλωτοι. Στην ομάδα υπάρχουν δυο αδελφές ηλικίας 14 και 24 ετών. Μετά από ένα μήνα ταξιδιού, με λεωφορείο, με τα πόδια και με γαϊδούρι, επιβιβάστηκαν σε ένα σκάφος στην Τουρκία με κατεύθυνση προς την Ελλάδα, με το οποίο για κάθε μια από τις τρεις φορές που βυθίστηκε χρειάστηκε να επιστρέψουν πίσω στο ίδιο λιμάνι. Τελικά, έφτασε σε ένα ελληνικό νησί στα μέσα Δεκεμβρίου. Πού σκέφτονταν να πάνε; «Στην Ισπανία και την Ιταλία θα ήταν καλύτερα, επειδή ο καιρός είναι καλός, αλλά δεν υπάρχει δουλειά», είπε η μεγαλύτερη. «Καλύτερα στην Νορβηγία». «Αλλά δεν κάνει πολύ κρύο εκεί;» ρώτησα. Η νεώτερη αδελφή χαμογέλασε και απάντησε: «Πολύ κρύο, ναι. Αλλά σαν  παγωτό». Όλη η τάξη γέλασε.

Μου τράβηξε την προσοχή η καλή διάθεση αυτών των ανθρώπων. Αν και είχαν όλοι ένα τρομακτικό παρελθόν, με δύσκολο παρόν και φοβερά αβέβαιο μέλλον, όλοι διατηρούσαν την ελπίδα. Ή μάλλον, την βεβαιότητα ότι κάποια μέρα θα φτάσουν στην γη της επαγγελίας τους, το Όσλο, τη Στοκχόλμη, τη Φρανκφούρτη, το Λονδίνο. Οι άνδρες μου είπαν ότι κοιμούνται μαζί με άλλους 20 σε δωμάτια ελαφρώς μεγαλύτερα από το δωμάτιο που καθόμασταν εκείνη τη στιγμή τα 14 άτομα. «Δεν είναι πολύ ωραία στάση λεωφορείου» παρατήρησα. «Ναι» μου απάντησε ένα ζωηρό αγόρι 20 ετών, «αλλά το λεωφορείο θα φτάσει. Ξέρουμε ότι θα έρθει». Όλοι κούνησαν το κεφάλι τους συγκαταβατικά, όλοι χαμογέλασαν και πάλι. Μέχρι που ρώτησα τους άνδρες τι κάνουν κατά τη διάρκεια της ημέρας και πώς είναι η ζωή στους δρόμους της Αθήνας, και ο τόνος της συζήτησης άλλαξε αμέσως. Σταμάτησαν και τα αστεία και τα γέλια.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί μας αφήνουν να μπούμε αν μετά μας φέρονται τόσο άσχημα», δήλωσε ο 20χρονος άντρας, προκαλώντας νεύματα συγκατάβασης. «Οι άνθρωποι μας προσβάλουν στο δρόμο όλη την ώρα», είπε ένας άνδρας περίπου 45 ετών, «Και το χειρότερο είναι ότι μας απειλούν επίσης». Αυτός και άλλος ένας, από τους οκτώ που ήταν στην συνέντευξη, είχαν υπάρξει θύματα επίθεσης κατά τους προηγούμενους τρεις μήνες. «Έφυγα από το μέρος που μένω», είπε ο πρώτος, «είδα ένα μικρό αγόρι, το χαιρέτησα, το αγόρι το είπε στον πατέρα του και σύντομα εμφανίστηκαν τέσσερις άνδρες με ρόπαλα. Με παράτησαν ξαπλωμένο στο δρόμο, χωρίς τις αισθήσεις μου και για μία εβδομάδα δεν μπορούσα να περπατήσω.» Ο δεύτερος άνδρας, ηλικίας 30 ετών, δέχθηκε επίθεση σε ένα πάρκο τα μεσάνυχτα από τρεις άνδρες με ρόπαλα. «Το  δήλωσα στην αστυνομία, αλλά κατάλαβα ότι ήταν με το μέρος των δραστών. Με αγνόησαν.» «Και ποιοι ήταν οι δράστες;», ρώτησα. Με κοίταξαν σαν να ήμουν ο πιο αφελής άνθρωπος του κόσμου. «Η Χρυσή Αυγή, φυσικά.»
Την επόμενη μέρα από την συνάντηση μου με τους Αφγανούς στην τάξη των αγγλικών, ένας Πακιστανός δολοφονήθηκε με απανωτές μαχαιριές. Η αστυνομία σπάνια παρεμβαίνει σε περιπτώσεις επιθέσεων κατά αλλοδαπών, ακόμα και αν βρίσκεται την ίδια στιγμή στον τόπο της επίθεσης. Αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν είχε άλλη επιλογή. Συνελήφθησαν δύο νεαροί Έλληνες, στα σπίτια των οποίων βρέθηκαν προεκλογικά φυλλάδια της Χρυσής Αυγής.
Δεν άκουσα τίποτα για αυτήν την δολοφονία μέχρι που το διάβασα στις εφημερίδες, αλλά την ίδια μέρα πήρα συνέντευξη από έναν Σουδανό, εν ονόματι Χασάν, ο οποίος ήταν επίσης θύμα επίθεσης από Έλληνες ακροδεξιούς χούλιγκαν, και σώθηκε από θαύμα. Είναι 32 χρονών και αρκετά μεγαλόσωμος άνθρωπος, σαν μπασκετμπολίστας του NBA. Μιλήσαμε σε ένα Κέντρο ευαγγελιστών, όπου αμερικάνοι πάστορες προσφέρουν δωρεάν φαγητό και τη δυνατότητα για ντουζ  στους πρόσφυγες, με αντάλλαγμα την συμμετοχή τους σε μαθήματα χριστιανικής εκπαίδευσης. Λίγοι προσηλυτίζονται, οι περισσότεροι παραμένουν μουσουλμάνοι, αλλά οι πάστορες, -από την Οκλαχόμα και την Βόρεια Καρολίνα- δεν χάνουν την ελπίδα τους. Έχουν τις πόρτες ανοιχτές σε όλους. Δεδομένου ότι η εναλλακτική λύση που έχουν είναι να περιφέρονται άσκοπα στην Αθήνα, το μέρος μοιάζει φιλόξενο. Την θέα από εκεί θα την ζήλευε και ένα ξενοδοχείο πέντε αστέρων. Στο ευρύχωρο δωμάτιο όπου οι πρόσφυγες τρώνε, παίζουν πινγκ-πονγκ και μερικές φορές προσεύχονται, υπάρχει ένα μεγάλο παράθυρο από όπου φαίνεται καθαρά, να στέκεται σαν άγρυπνος φρουρός πάνω από την αρχαία πόλη, ο Παρθενώνας. Όμως στον Χασάν δεν φαίνεται να κάνει μεγάλη εντύπωση αυτή η υπενθύμιση της αρχαίας ελληνικής δόξας. Ήθελε απλά να μου δείξει τα σημάδια του. Ένα στο μέτωπο, ένα στο πλάι του κεφαλιού του και πολλά άλλα στην μεγάλη πλάτη του, λες και τον είχε τιμωρήσει με μαστίγιο σε ένα σκάφος σκλάβων ένας καπετάνιος του 18ου αιώνα.  Όμως, σε αυτή τη περίπτωση, τα τάγματα επίθεσης της Χρυσής Αυγής είχαν απλά θελήσει να αφήσουν τα αρχικά τους, τα οποία μοιάζουν με  την ναζιστική σβάστικα, στο μυώδες κορμί του.

Ο Χασάν δεν κατάλαβε τι ακριβώς συνέβη. Απλά θυμάται ότι περπατούσε στον δρόμο κατά τις έντεκα το βράδυ όταν 12 άτομα πάνω σε μηχανές τον περικύκλωσαν, φωνάζοντας ρατσιστικές βρισιές και ζητώντας του να επιστρέψει στην “κωλοχώρα του”. «Κατέβηκαν από τις μηχανές και άρχισαν να με χτυπάνε στο κεφάλι με ρόπαλα. Λιποθύμησα και όταν ξύπνησα είχαν φύγει, αλλά το κεφάλι και το σώμα μου ήταν γεμάτο αίματα. Μπορώ μόνο να υποθέσω ότι με είχαν χαρακώσει την πλάτη με μαχαίρια.»

Ο Χασάν μου είπε ότι μερικές φορές πιστεύει ότι η Ελλάδα είναι ακόμη πιο επικίνδυνη από τη χώρα του. Είναι σοβαρό αυτό που λέει, καθώς από τον τόπο του έφυγε τρέχοντας τον Μάη του 2011, όταν κυβερνητικοί στρατιώτες εισέβαλαν στο χωριό του, έκαψαν το σπίτι του, σκότωσαν τον πατέρα του και βίασαν δύο αδελφές του. Όμως, αυτή τη στιγμή που ξαναζούσε έναν εφιάλτη, ήταν στην Αθήνα, την γενέτειρα της δημοκρατίας. Έφυγε από το Σουδάν και θέλει να φύγει και από την Ελλάδα. Αλλά  δεν μπορεί, γιατί δεν έχει χρήματα και γιατί η Ελλάδα δεν έχει κοινά σύνορα με καμιά άλλη χώρα της συνθήκης Σένγκεν. Έτσι, δεν μπορεί να περάσει τα σύνορα ελεύθερα προς την Ευρώπη χωρίς πρώτα να πρέπει να φύγει από την Ελλάδα αεροπορικώς ή μέσω  θαλάσσης.

Ο Γουαχίντ, ο Αφγανός προσήλυτος χριστιανός, νιώθει επίσης παγιδευμένος. Εισήλθε στην Ελλάδα στα τέλη του 2011 από τα χερσαία σύνορα, διασχίζοντας το ποτάμι με τη σύζυγό του και τη μικρή του κόρη. Περίμενε τα πράγματα διαφορετικά. «Η αστυνομία μας πήγε σε ένα κέντρο κράτησης», θυμάται ο Γουαχίντ, 34 χρονών. «Η πρώτη μας έκπληξη ήταν η βίαιη μεταχείριση. Μετά ο αριθμός των ανθρώπων που ήταν συγκεντρωμένοι σε ένα τόσο μικρό χώρο, η μυρωδιά, η βρωμιά, τα μπάνια που ήταν  χαλασμένα. Η κόρη μου, 10 ετών, ήταν άρρωστη και πεινασμένη, αλλά κανείς δεν ήθελε να της δώσει τροφή. Περίμενα να βρω ανθρώπους που, τουλάχιστον,  να σέβονται τις γυναίκες και τα παιδιά, μιας και η Ευρωπαϊκή Ένωση μιλά πάντα υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Αφγανιστάν.»
Περίμενα παραπάνω πράγματα. Όλοι οι πρόσφυγες με τους οποίους μίλησα καταγγέλλουν τις άθλιες συνθήκες στα κέντρα κράτησης, σαν αυτό που έστειλαν τον Γουαχίντ, στο οποίο υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες αλλοδαποί κρατούμενοι. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει και αυτή διαμαρτυρηθεί, λέγοντας ότι οι άνθρωποι κρατούνται σε “συνωστισμένα” κέντρα και “πολύ κάτω από τα διεθνή πρότυπα”. Ο Γουαχίντ εξεπλάγη από αυτό που βρήκε κατά την άφιξή του, αλλά μετά από 15 μήνες στην Ελλάδα έχει μάθει να περιορίζει τις προσδοκίες του. «Η δημόσια διοίκηση είναι εντελώς χάλια, πώς γίνεται να μην είναι εξίσου χάλια και η φροντίδα των προσφύγων;  Το να ζητήσεις άσυλο εδώ είναι ένα χάσιμο χρόνου.» Είναι. Σύμφωνα με τον Γιούνους Μουχαμμάντι, ο οποίος ηγείται του Ελληνικού Φόρουμ για τους Πρόσφυγες, και ο όποιος συμμετείχε στην τάξη των αγγλικών, από τις 6.000 αιτήσεις ασύλου που υποβλήθηκαν από το 2004, μόνο έξι έχουν χορηγηθεί, ποσοστό το οποίο είναι και το χαμηλότερο στην Ευρώπη. Οι περισσότεροι πρόσφυγες δεν κάνουν καν τον κόπο να αρχίσουν την διαδικασία, όπως μου είπε ο Μοχαμμάντι, επειδή γνωρίζουν ότι θα πρέπει να περιμένουν “για πάντα”.

Αυτό που ενοχλεί τον Γουαχίντ, έναν μικρόσωμο άνθρωπο που μιλάει καλά αγγλικά, είναι ότι προφανώς δεν υπάρχει κανένας δημόσιος υπάλληλος που να ενδιαφέρεται να μάθει γιατί έφυγε από το Αφγανιστάν. «Η μετανάστευση δεν είναι  εγκληματική ενέργεια. Ίσως να καταλάβαιναν ότι έχουμε βάσιμους λόγους που το κάναμε, αν μας ρωτούσαν και μόνο...».

Η ιστορία του Γουαχίντ είναι ασυνήθιστη. Πήγε στο Ιράν με την οικογένειά του το 1997 όταν οι  Ταλιμπάν έκλεισαν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια της χώρας. Επέστρεψε στο Αφγανιστάν το 2004, όταν οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ είχαν εκδιώξει τους Ταλιμπάν από την εξουσία, όπου έμαθε αγγλικά και δημοσιογραφία από μόνος του. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και στη συνέχεια ως μεταφραστής στον στρατό των ΗΠΑ, συνοδεύοντας τα στρατεύματα σε αποστολές στο εχθρικό έδαφος. Επέστρεψε στην δημοσιογραφία μετά από 14 μήνες, γνώρισε έναν αμερικανό προτεστάντη πάστορα και έγινε χριστιανός. «Γιατί;», ρώτησα. «Για το μήνυμα της ειρήνης.» «Δεν είναι το Ισλάμ μια θρησκεία που διακηρύσσει την ειρήνη;» συνέχισα. «Μπορεί να διακηρύττεις ότι έχεις μια καλή καρδιά, αλλά οι πράξεις αποκαλύπτουν την αλήθεια.» «Σύμφωνα με την εμπειρία σας, δεν είναι ειρηνικό το Ισλάμ;» «Όχι μόνο απ’ τη  δική μου εμπειρία, αλλά και από αυτή του κόσμου.»

Αν ο Γουαχίντ βγάζει πίκρα όταν μιλάμε για τη θρησκεία των γονέων του, είναι γιατί έχει τους λόγους του. «Το να είσαι Χριστιανός ανοιχτά στο Αφγανιστάν, ακόμη κι αν οι Αμερικανοί εξακολουθούν να είναι εκεί, είναι σαν να είσαι μέλος της Αλ Κάιντα στην Ευρώπη. Αδύνατο να το κάνεις ανοιχτά. Κάναμε τις θρησκευτικές μας τελετές μυστικά, και μια μέρα, το 2010, η αστυνομία μας ανακάλυψε. Μόνο που εγώ δεν ήμουν εκείνη την ημέρα εκεί. Πήραν τέσσερεις συντρόφους μου σε ένα κελί και αν δεν είχε γίνει παρέμβαση του πρεσβευτή των ΗΠΑ, ο όχλος θα τους είχε λυντσάρει». Η κόρη του Γουαχίντ πήγαινε σε ένα σχολείο όπου, αναπόφευκτα, διδασκόταν το Κοράνι. «Μιλούσα για αγάπη και συγχώρεση στο σπίτι, επέστρεφε στο σχολείο και μας έλεγε ότι, σύμφωνα με τη δασκάλα της, έπρεπε να μισούμε τους άπιστους Χριστιανούς που θα πάνε όλοι στην κόλαση.» Τρομαγμένος ότι η κόρη του θα τον προδώσει στο σχολείο, άθελά της, ο Γουαχίντ αποφάσισε να φύγει από το Αφγανιστάν.

Μερικοί Αφγανοί φεύγουν εξαιτίας του κίνδυνου, όπως το ίδιο έκανε και αυτός. Άλλοι είναι οικονομικοί μετανάστες. Δεν υπάρχει αμφιβολία, είπε, ότι θα υπάρξουν πολλοί περισσότεροι, και για τους δύο λόγους, όταν τα αμερικανικά στρατεύματα μάχης εγκαταλείψουν το Αφγανιστάν το 2014. «Θα υπάρξει αναρχία, θα υπάρξει τρομοκρατία, θα υπάρξει μια πλημμύρα προσφύγων προς την Ευρώπη.»

Σήμερα, αυτήν ακριβώς την στιγμή, ο χείμαρρος απειλεί να έρθει από την Συρία, όπου διεξάγεται ίσως ο πιο αδίστακτος πόλεμος στον κόσμο. Μίλησα με έναν άνθρωπο από εκεί, στο κέντρο των αμερικάνων ευαγγελιστών παστόρων, με φόντο τον επικό Παρθενώνα και πάλι. Ονομάζεται Γκαρίμπ, είναι 52 ετών και η παρούσα κατάσταση τον βάραινε τόσο ώστε να του δίνεται ο χρόνος να αναλογιστεί σχετικά με την ιστορική σημασία αυτού του διάσημου πέτρινου όγκου γύρω από το οποίο οι πρώτοι φιλόσοφοι  επινόησαν τη δημοκρατία. Για τον Γκαρίμπ, έναν σοβαρό άνθρωπο, που αν φορέσει κοστούμι και γραβάτα μοιάζει με διευθυντή τράπεζας, η Ελλάδα είναι μια χώρα βαρβάρων. Όχι τόσο σε σχέση με τη δική του όπως είναι σήμερα, αλλά σε σχέση με αυτά που περίμενε από την Ευρώπη.
Εκείνο το πρωί, μου είπε, η αστυνομία τον είχε εκδιώξει από ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, όπου ζούσε με τέσσερις άλλους Σύριους συμπατριώτες του χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και νερό. Δεν είχε χρήματα και μου είπε ότι δεν ήξερε πού να πάει να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ. Μιλώντας σαν σε έκσταση –λίγο στα αγγλικά, λίγο στα γαλλικά- ανέφερε ότι είχε έρθει στην Ελλάδα το περασμένο καλοκαίρι. «Το σπίτι μου στη Συρία έχει καταστραφεί από μια βόμβα, και οι τέσσερις κόρες μου, ο γιος μου και η γυναίκα μου είναι στο δρόμο περιμένοντας να τους στείλω μια καλή είδηση, αλλά δεν μπορώ να τους βοηθήσω, ζητώ συγγνώμη. Δεν είχα χρήματα για να τους φέρω όλους και περπάτησα δέκα ημέρες προς τα τουρκικά σύνορα, έχοντας στο μυαλό μου να έρθω στην Ευρώπη και να τους στείλω χρήματα για να πληρώσουν το ταξίδι, αλλά με είχαν τρεις μήνες στη φυλακή και δεν μπορούσα, τους ζητάω συγγνώμη. Στην πόλη μου, τα παιδιά μου κοιμούνται στους δρόμους με τις βόμβες, και εγώ κοιμάμαι στο δρόμο εδώ χωρίς βόμβες. Τους ζητώ συγγνώμη».

Ο Γκαρίμπ μιλάει γερμανικά. Το σχέδιό του, αδύνατο προς το παρόν λόγω της έλλειψης χρημάτων για την πληρωμή των διακινητών (οι οποίοι, σύμφωνα με τον ίδιο, μπορούν να αναλάβουν να πάει είτε στην Αυστρία είτε στη Γερμανία). «Κάθε βράδυ προσεύχομαι να μπορέσω να εγκαταλείψω αυτήν τη χώρα. Η Ελλάδα είναι ένα γαϊδουράκι, η Γερμανία, ένα αυτοκίνητο. Ζητώ από το Θεό να με αφήσει να μπω στο αυτοκίνητο.»

Το πρόβλημα είναι ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, θα ήθελε επίσης να ανεβεί σε ένα αυτοκίνητο, θα ήθελε να δει σημάδια βελτίωσης της ζωής της, να ξέρει με βεβαιότητα ότι αύριο θα υπάρχει φαγητό στο τραπέζι και μια στέγη πάνω από το κεφάλι. Και δεν θέλουν να χρειάζεται να ανταγωνιστούν για αυτές τις βασικές ανάγκες τα άτομα των οποίων η άφιξη στη χώρα τους δεν θα μπορούσε να ήταν λιγότερο μοιραία. Είχα μια συνομιλία, σε ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο από το καταφύγιο των Αμερικανών Ευαγγελικών, στον πρώτο όροφο ενός κτιρίου, σε κοντινή απόσταση από τη Βουλή των Ελλήνων, με τον Πρόεδρο του Εμπορικού Επιμελητηρίου της πόλης. Ο Κωνσταντίνος Μίχαλος μου εξήγησε την γενική εικόνα που έχουν οι Έλληνες για τους απρόσκλητους αλλοδαπούς, οι οποίοι, σύμφωνα με τα λόγια του, έχουν “εισβάλει” στην Πρωτεύουσα τους. «Υπάρχει μια ωρολογιακή βόμβα εγκληματικότητας στο κέντρο της Αθήνας», μου είπε. «Μίλησα με τον αρχηγό της αστυνομίας και ο μεγαλύτερος φόβος του είναι ότι μια μέρα από αυτές θα σκάσει. Αυτοί οι άνθρωποι που έρχονται από το εξωτερικό είναι πολύ βίαιοι, και είναι πάνω από ένα εκατομμύριο.»
Ίσως υπάρχουν πάνω από ένα εκατομμύριο, αν συμπεριλάβουμε  εκείνους που είναι νόμιμα εντός της χώρας, αλλά, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχονται από τους ΓΧΣ, ο πραγματικός αριθμός των  αλλοδαπών χωρίς νόμιμα έγγραφα στην Ελλάδα είναι κοντά στο μισό εκατομμύριο, με τους μισούς από αυτούς να βρίσκονται στην Αθήνα. Ωστόσο, κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα τους πραγματικούς αριθμούς. Η στατιστική ακρίβεια δεν είναι δείγμα της σύγχρονης Ελλάδας, πόσο μάλλον των μελών της Χρυσής Αυγής, των οποίων το ενδιαφέρον βρίσκεται στο να φουσκώνει τους αριθμούς για να  αναζωπυρώνει τα ξενοφοβικά αισθήματα. Ο Μίχαλος, ένας προνομιούχος επιχειρηματίας, μορφωμένος στα καλύτερα Ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, λέει ότι απεχθάνεται το ρατσισμό της άκρας δεξιάς στη χώρα του, και ότι την ίδια απέχθεια αισθάνονται και τα τρία τέταρτα των Ελλήνων ψηφοφόρων της. Αλλά ακόμη και αν αυτό αληθεύει, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα αυξανόμενο ποσοστό του πληθυσμού βλέπει μια αξία στην παρουσία της στους δρόμους, ενώ την ίδια στιγμή δε φαίνεται να δυσανασχετούν με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα κέντρα κράτησης προσφύγων.  Αυτό συμβαίνει, σύμφωνα με τον κ.  Μίχαλο, επειδή το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται μια κατεστραμμένη από την κρίση χώρα, η οποία έχει λιγοστές ελπίδες διάσωσης, είναι κι άλλοι άνθρωποι για να ταΐσει. «Τα κέντρα κράτησης στέλνουν ένα μήνυμα: η Ελλάδα δεν είναι η πύλη του ουρανού» λέει ο κ. Μίχαλος  «και όσον αφορά τη Χρυσή Αυγή, μέσα από τη δράση της, όσο αποτρόπαια και να είναι, αποστέλλεται επίσης, ένα αποτρεπτικό μήνυμα. Η πραγματικότητα είναι ότι κάνουν τη βρώμικη δουλειά της κυβέρνησης. Ξέρω, επειδή έχω γνωστούς στο Κοινοβούλιο, ότι οι κέντρο-δεξιοί πολιτικοί που κυβερνάνε σήμερα, δεν επικρίνουν τόσο την Χρυσή Αυγή, ούτε ιδιωτικά αλλά ούτε και δημόσια.»

Από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία, ο Γιούνους Μοχαμμάντι, πρόεδρος του Ελληνικού Φόρουμ για τους Πρόσφυγες, διακρίνει επίσης μια σύνδεση μεταξύ της ακροδεξιάς και της κυβερνητικής ατζέντας. «Ο πρωθυπουργός έχει πει ότι πρέπει να ανακαταληφθούν οι πόλεις, και αυτό κάνουν,» είπε ο Μοχαμμάντι. «Μέχρι το 2010, η κοινωνία ήταν ενάντια στις επιθέσεις κατά των αλλοδαπών, που συνέβαιναν ακόμα και τότε, αλλά σε πολύ μικρότερο αριθμό. Από το 2010, όλα έχουν αλλάξει. Υπάρχουν πολλές περισσότερες επιθέσεις, και ο απλός κόσμος απλά κοιτάζει, μερικές φορές ακόμα και γελώντας. Κι εμένα μου επιτεθήκαν, αιμορράγησα, το ανέφερα στην αστυνομία και μου είπαν ότι αν συνέχιζα να διαμαρτύρομαι θα με χώνανε δύο ημέρες στη φυλακή, και μιλάω και ελληνικά. Άλλοι είναι ακόμα πιο αβοήθητοι. Το σοβαρότερο πρόβλημα είναι ότι η κοινωνία αποδέχεται τώρα αυτή τη βία, η οποία έχει μετατραπεί σε δημοκρατική βία. Δηλαδή, η Χρυσή Αυγή είναι τώρα στο Κοινοβούλιο και έτσι η βία τους τώρα είναι δημοκρατικά δικαιολογημένη.» Αυτή η ιδέα, σύμφωνα με τον Γιούνους, εισχωρεί στην συνείδηση ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας.

Αλλά όχι σε όλη, όπως μου επεσήμανε με αξιοθαύμαστη γενναιοδωρία ο γίγαντας Χασάν. Παρά τα όσα έχει υποφέρει στην Ελλάδα, είπε ότι είναι πρόθυμος να δεχτεί ότι δεν είναι όλη η ελληνική κοινωνία. «Η αλήθεια», πρόσθεσε, «είναι ότι κανείς δεν μπορεί να πει για κανέναν λαό ότι είναι κακός».

Ο κ. Χρήστος Χρήστου θα εκτιμούσε αυτήν την φράση. Ο κ. Χρήστου, σημερινός πρόεδρος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην Ελλάδα, είναι ένας χειρουργός που ειδικεύεται στις μεταμοσχεύσεις νεφρού και είναι άνεργος για περισσότερο από έξι μήνες. Θα μπορούσε να δουλέψει στο εξωτερικό, αλλά δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει τη χώρα του. Μένει, λέει, για να βοηθήσει τη δημόσια υγεία και για να συμμετάσχει στον πολιτικό αγώνα που έχει μπροστά της η χώρα του. «Πάρε μέρος και μην κρατάς το στόμα σου κλειστό», και έτσι πριν από λίγες εβδομάδες την γλύτωσε για λίγο, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του από τους μπράβους της Χρυσή Αυγής. «Αν δεν είχε παρέμβει ένας γείτονας, συμπαθών της ο ίδιος, δεν ξέρω τι θα είχε συμβεί. Έχοντας βιώσει από πρώτο χέρι τον κίνδυνο, καταλαβαίνεις πολύ καλά τον τρόμο στον οποίο υπόκεινται οι αλλοδαποί που ζητούν την βοήθεια των ΓΧΣ.» Από τότε που η Χρυσή Αυγή υποσχέθηκε “ασφάλεια και καθαρότητα” οι μετανάστες κρύβονται και  φοβούνται, ενώ η αστυνομία κάνει τα στραβά μάτια», δήλωσε ο κ. Χρήστου. «Χτυπούν επίσης και ομοφυλόφιλους. Σύντομα θα καίνε και βιβλία. Οι ηγέτες τους είναι Ναζί, χούλιγκαν που μετατράπηκαν σε πολιτικούς». Αναγνωρίζει ότι η ανθρώπινη φύση είναι τέτοια ώστε το απλοϊκό μήνυμα της Χρυσής Αυγής να βρίσκει αναπόφευκτα ανταπόκριση στην ελληνική κοινωνία. Η έννοια του αποδιοπομπαίου τράγου ήταν μια εφεύρεση του αρχαίου ελληνικού θεάτρου όπου όλες οι κοινωνίες, με τον τρόπο τους, την αναπαράγουν. Στην περίπτωση της σύγχρονης Ελλάδας, λέει ο κ. Χρήστου, οι πρόσφυγες ικανοποιούν αυτή την ανάγκη, καθώς  χρησιμεύουν για να εξιλεωθούν οι αμαρτίες της και να αποφθεχθεί η ταπείνωση που αντιμετωπίζει ένας περήφανος σύμφωνα με την ιστορία του, λαός. Τους "Γιατρούς με σύνορα" τους βλέπει σαν ένα κακό αστείο, αλλά κατανοεί τη λογική της λαϊκιστικής της ιδέας. Οι ΓΧΣ, όπως και άλλες ΜΚΟ, δέχονται όλο και περισσότερα αιτήματα για βοήθεια από ευπαθείς ομάδες του ελληνικού πληθυσμού. «Αν και οι μετανάστες εξακολουθούν να είναι οι πιο παραμελημένοι, την ίδια στιγμή, οι Έλληνες γείτονές μας αναζητούν τροφή στα σκουπίδια, είναι άρρωστοι, μένουν χωρίς στέγη  και κάθε μέρα η κατάσταση αυτή χειροτερεύει. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να πληρώσουν το ενοίκιό τους, με αποτέλεσμα, πολύ γρήγορα να χάνουν τα πάντα και να βρίσκονται στο δρόμο».

Το μέγεθος του πηγαδιού στο οποίο έχει βυθιστεί η Ελλάδα φαίνεται ακριβώς στο  γεγονός ότι οι ΓΧΣ, που ιδρύθηκαν αρχικά για να βοηθούν τους ξένους που έχουν ανάγκη, συζητούν πλέον σοβαρά τη δυνατότητα επέκτασης των υπηρεσιών τους προς τον γηγενή πληθυσμό.

Ακριβώς στην ίδια θέση βρίσκεται και  ο κ. Νίκος Γκιωνάκης, ο οποίος προεδρεύει στο  κέντρο ψυχικής υγείας “Βαβέλ”, το οποίο μέχρι σήμερα βοηθάει μόνο αλλοδαπούς. Το πρόβλημα είναι ότι όσο περισσότερο κόβεται η χρηματοδότηση της δημόσιας υγείας, τόσο αυξάνεται η ανάγκη υποστήριξης του ελληνικού πληθυσμού. Μάλιστα, ακόμα και ο ίδιος ο κ. Γκιωνάκης χρειάζεται βοήθεια. Ούτε αυτός ούτε κανένας από τους συνεργάτες του, μεταξύ των οποίων είναι  ψυχολόγοι,  ψυχίατροι, και διοικητικό προσωπικό, έχουν πληρωθεί από τον Ιούνιο του περασμένου έτους. Δεν έχει πληρωθεί ούτε το ηλεκτρικό ούτε και το ενοίκιο για τα γραφεία τους από τον Σεπτέμβριο. Εν τω μεταξύ, η λίστα δυνητικών πελατών αυξάνεται συνεχώς στην “Βαβέλ”. «Ο φόβος μου,» λέει ο κ. Γκιωνάκης,  «είναι να έρθουν παιδιά με σοβαρά προβλήματα τον επόμενο μήνα και να μην μπορώ να τους βοηθήσω.» «Αλλά πώς βοηθάτε τον εαυτό σας, πώς ζείτε;», ρωτάω. «Λοιπόν, όπως και οι υπόλοιποι, χάρη στην οικογένεια», απαντά. «Η σύζυγός μου εργάζεται. Οι γονείς μου μας αγοράζουν φαγητό. Αυτή είναι η Ελλάδα σήμερα. Εν τω μεταξύ, περιμένουμε.» Ωστόσο, μεταξύ άλλων, περιμένουν και τις απειλές της Χρυσής Αυγής. Ή μάλλον περισσότερες απειλές, επειδή έχουν ήδη λάβει αρκετές λόγω της βοήθειας που παρέχουν στους πρόσφυγες. Ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες, λέει ο κ. Γκιωνάκης, υπάρχει ένα ενθαρρυντικό φαινόμενο. Έρχονται όλο και περισσότεροι εθελοντές στο κέντρο για να προσφέρουν δωρεάν βοήθεια, συμπεριλαμβανομένων ψυχαναλυτών υψηλού επιπέδου. Μερικοί προσφέρουν και χρήματα. «Κάθε δράση δημιουργεί την αντίδραση της», εξηγεί ο κ. Γκιωνάκης. «Την ίδια στιγμή που μεγαλώνει το αντί-μεταναστευτικό αίσθημα, μεγαλώνει παράλληλα και η αλληλεγγύη.»

 Είναι η διαφορά μεταξύ των ανθρώπων που σκέφτονται με σύνορα και αυτών που σκέφτονται χωρίς σύνορα. Τα καθημερινά προβλήματα των Ελλήνων, λέει ο κ. Γκιωνάκης, είναι σχεδόν πανομοιότυπα με εκείνα των προσφύγων. «Δεν εμπιστεύονται το Ελληνικό Δημόσιο, ούτε οι Έλληνες το εμπιστεύονται. Γι 'αυτό πρέπει όλοι μας να βοηθήσουμε όπως μπορούμε.» Αλλά υπάρχει κάτι που χωρίζει τους Έλληνες από τους πρόσφυγες, ανεξάρτητα από τον πολιτικό τους προσανατολισμό. Οι πρόσφυγες έχουν περισσότερη ελπίδα και εμπιστοσύνη σε ένα καλύτερο μέλλον. Αν και οι συνθήκες διαβίωσης τους είναι πιο επισφαλείς, πιο ανθυγιεινές, πιο επικίνδυνες φαίνεται να είναι περισσότερο εξοικειωμένοι από τους Έλληνες σε καταστάσεις ακραίας ευαλωτότητας. Σήμερα, οι Έλληνες αγωνίζονται να επιβιώσουν, οι πρόσφυγες όμως, τουλάχιστον οι περισσότεροι από αυτούς, αγωνίζονται να επιβιώσουν από την ημέρα που γεννήθηκαν. Και σήμερα, ακόμη περισσότερο από αυτούς που προσκολλώνται στην πλασματική νεοναζιστική σημαία, είναι άνθρωποι με ένα πρόγραμμα, ένα όνειρο και μια πεποίθηση, η οποία τους θυμίζει ότι αφού έχουν έρθει μέχρι εδώ, τίποτα δεν θα τους αποτρέψει από το να φτάσουν στον προορισμό τους.

«Δεν μετανιώνω επειδή εγκατέλειψα τη χώρα μου», δήλωσε ο Χασάν, θύμα εκείνης της επίθεσης των μοτοσικλετιστών της Χρυσής Αυγής. «Δεν ήταν λάθος. Μια μέρα θα φύγω από εδώ και θα έχω  μια καλύτερη ζωή. Θα είμαι στην Αυστρία ή στη Γερμανία και θα βρω μια θέση εργασίας για να φέρω την οικογένειά μου. Πιστεύω ότι ο Θεός θα με βοηθήσει », εκμυστηρεύτηκε ο Γκαρίμπ από την Συρία. «Η Ελλάδα είναι καλύτερη από το Αφγανιστάν», δήλωσε ο Γουαχίντ, ο χριστιανός προσήλυτος, «αν και είναι χειρότερη από την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπορεί να πάρει χρόνια, αλλά θα φύγουμε από εδώ και η κόρη μου θα μεγαλώσει και θα ζήσει σε μια ειρηνική χώρα.»
Στα τάξη των αγγλικών στο Ελληνικό Φόρουμ για τους Πρόσφυγες, οι 14 Αφγανοί και ο δάσκαλός τους ήταν, εκ πρώτης όψεως, οι πιο άτυχοι της γης. Αλλά έχουν ένα σχέδιο, μια αποστολή. Ίσως μια αδύνατη αποστολή, αλλά δεν θα τα παρατήσουν. Το κρύο του Βορρά, όπως είπε το 14χρονο κορίτσι από το Αφγανιστάν δεν ήταν κάτι αφόρητο, ήταν ένα εύγευστο παγωτό. Και αν για τους άλλους μπορεί να φαίνεται ένα τρομακτικό καθαρτήριο, γι 'αυτούς είναι μια στάση λεωφορείου. Όσο κι αν χρειαστεί να περιμένουν, το λεωφορείο θα φτάσει. Το όνειρο τους θα εκπληρωθεί. Σε αντίθεση με πολλούς Έλληνες και πολλούς άλλους Ευρωπαίους, τους σπρώχνει η δύναμη της πίστης.
Η αρχική δημοσίευση στα Ισπανικά μπορεί να αναζητηθεί στον ιστότοπο της εφημερίδας El País  http://elpais.com/elpais/2013/02/28/eps/1362055593_140472.html
Συντροφική Μετάφραση από τα Ισπανικά: Oμάδα Amor y Rabia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου