28 Μαΐ 2013

Το νερό ως ανθρώπινο δικαίωμα - ιστορική ανασκόπηση

[ΕΡΕΥΝΑ]


Όταν ο Peter Bradeck, πρόεδρος μίας από τις μεγαλύτερες εταιρίες εμφιάλωσης νερού του κόσμου, της Nestle, ομολόγησε μπροστά στην κάμερα ότι το νερό δεν είναι ένα ανθρώπινο δικαίωμα, η παγκόσμια συζήτηση για τι αποτελεί πλέον κοινωνικό αγαθό και τι υπόκειται σε ιδιωτική εκμετάλλευση τέθηκε στις βάσεις που της αρμόζει.

Η ιδιωτικοποίηση της παροχής νερού στην Ελλάδα συνυπήρξε σχεδόν πάντοτε με καταστάσεις τεράστιας οικονομικής κρίσης, άδειων δημοσίων ταμείων και άμεσης ανάγκης εύρεσης γρήγορου χρήματος από ιδιώτες.


Ιστορική ανασκόπηση

Η Αθήνα των τελών του 19ου αιώνα είχε αρχίσει να γνωρίζει μία σημαντική πληθυσμιακή αύξηση, με τις απαιτήσεις της τροφοδοσίας κατοίκων της με νερό να αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς. Το ρωμαϊκό Αδριάνειο υδραγωγείο του 150 μ.Χ. ήταν η μόνη σταθερή εγκατάστασης ύδρευσης της πρωτεύουσας μιας χώρας με τόσο μεγάλα οικονομικά προβλήματα, που οι ανακατασκευές του μετά την ανεξαρτητοποίηση της από την Οθωμανική αυτοκρατορία στηρίχθηκαν σχεδόν αποκλειστικά σε εράνους και δωρεές.

Το 1892 εγκρίνεται ο σχεδιασμός της τεχνητής λίμνης στον Μαραθώνα, μία καταπράσινη περιοχή 44 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά του κέντρου της Αθήνας. Όμως, η επίσημη χρεοκοπία της χώρας το 1893 μετά την περίφημη ανακοίνωση του τότε πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη «δυστυχώς επτωχεύσαμε», καθυστέρησε για πάνω από δύο δεκαετίες τα σχέδια υλοποίησης της λίμνης. Από το 1889 η Ελλάδα βρίσκεται υπό πλήρη οικονομικό έλεγχο από τους δανειστές της και τα κρατικά ταμεία είναι εντελώς άδεια.

Η Αθήνα και κυρίως τα περίχωρα, βρίσκονται ήδη αντιμέτωπες με μία τεράστια κρίση έλλειψης νερού. Οι απαρχαιωμένες υποδομές του Αδριάνειου υδραγωγείου και η πρωτοφανής οικονομική ανέχεια που ακολούθησε τη χρεοκοπία της χώρας, οδήγησε το ελληνικό δημόσιο στην αναζήτηση μίας βιώσιμης λύσης για την αποκατάσταση του συστήματος ύδρευσης όντας σε διαρκή συνεννόηση με τους πιστωτές του ελληνικού κράτους.

Οι όροι της ελληνικής χρεοκοπίας διαπραγματεύονται αργά από ασταθείς κυβερνήσεις μέχρις ότου η εδραίωση του Ελευθέριου Βενιζέλου στα πολιτικά πράγματα της χώρας δώσει το 1925 τη λύση που τα ξένα κεφάλαια αναζητούσαν. Την ιδιωτικοποίηση του συστήματος ύδρευσης της Αθήνας.

Είχε προηγηθεί η αιματηρή Μικρασιατική καταστροφή του 1922, μετά την ήττα της ελληνικής εκστρατείας από τους Νεότουρκους του Κεμάλ Ατατούρκ στην έως τότε ελληνική επικράτεια των σημερινών ανατολικών παραλίων της Τουρκίας, και πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες πρόσφυγες της Σμύρνης βρέθηκαν εξαθλιωμένοι να αναζητούν στην ελληνική πρωτεύουσα μία νέα αρχή. Οι συνθήκες που επικρατούσαν στην πόλη ήταν απερίγραπτες και η ανάγκη για άμεση απάντηση στο πρόβλημα ύδρευσης και αποχέτευσης τεράστιες. Από το 1924 η κυβέρνηση Βενιζέλου προχωρά σε εκτεταμένο εξωτερικό δανεισμό που ξεπέρασε τα 900 εκατ. χρυσά φράγκα, με την ετήσια επιβάρυνση του κάθε Έλληνα να φτάνει σχεδόν ολόκληρο το κατά κεφαλήν εισόδημα του.

Το 1925 το ελληνικό κράτος υπογράφει αποικιοκρατικού τύπου σύμβαση με την αμερικανική εταιρία ULEN και την Τράπεζα Αθηνών για την κατασκευή έργων ύδρευσης στην πρωτεύουσα. Η συμφωνία προέβλεπε την ίδρυση της «Ανωνύμου Ελληνικής Εταιρίας Υδάτων των πόλεων Αθήνας – Πειραιά και Περιχώρων» με μετόχους την ULEN (50%) και την Τράπεζα Αθηνών (50%).

Μεταξύ άλλων, η σύμβαση αυτή οριοθετούσε ότι το τιμολόγιο του νερού θα καθοριζόταν με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζει εισπράξεις και προσόδους επαρκείς για την πληρωμή των εξόδων λειτουργίας και συντήρησης των υδραυλικών έργων. Αν αυτό δεν επιτυγχανόταν σε διάστημα ενός έτους, η κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να αυξήσει το τιμολόγια άμεσα, ώστε να συμπληρωθεί το αναγκαίο ποσό¹.

Τα βασικά έργα υδροδότησης της Αθήνας ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1926 και ολοκληρώθηκαν το 1929. Σύμφωνα με τον καθηγητή Παύλο Παπανότη, «η δαπάνη κάθε οικογένειας για την παροχή νερού ανερχόταν σε 1.500 δραχμές ετησίως, έναντι των 150 δραχμών που ήταν η έως τότε συνδρομή». Επιπρόσθετα, «για την τοποθέτηση υδρομετρητή οι υδρολήπτες επιβαρύνονταν με το ποσό των 600 – 700 δραχμών, ενώ απαγορευόταν η επιδιόρθωση βλαβών από ιδιώτες υδραυλικούς»².

Αξίζει να σημειωθεί ότι το μέσο μεροκάματο ενός εργάτη της δεκαετίας του ’20 ήταν περίπου 10-15 δραχμές και ο μισθός ενός καθηγητή πανεπιστημίου το 1922 ήταν 2.000 δραχμές.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η τεχνητή λίμνη του Μαραθώνα κάλυπτε την υδροδότηση μονάχα του 1/3 του συνολικού πληθυσμού της Αθήνας. Το μεγαλύτερο κομμάτι των κατοίκων της πρωτεύουσας υδροδοτούνταν από πηγάδια και γεωτρήσεις με νερό που στις περισσότερες των περιπτώσεων ήταν υφάλμυρο και δεν πινόταν, ενώ πολύ αργότερα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και του 1990, το αποχετευτικό σύστημα της πρωτεύουσας επεκτάθηκε ως τα αθηναϊκά προάστια.

Η ιδιωτικοποίηση του νερού στα μέσα της δεκαετίας του 1920 δεν ήταν η μοναδική περίπτωση μαζικής επέκτασης ιδιωτικών κεφαλαίων στην Αθήνα. Υπήρξε αντίστοιχη συμφωνία αποκλειστικής παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας με την εταιρία Power and Traction Finance Company Ltd, η οποία απέκτησε και το προνόμιο των μεταφορών και συγκοινωνιών της πρωτεύουσας, αλλά και συμφωνία με γερμανικές ιδιωτικές εταιρίες για τις τηλεπικοινωνίες.

Η Ελλάδα της χρεοκοπίας του 1893 ως και το 1950 γίνεται ο παράδεισος των ιδιωτικών επενδύσεων. Οικοδομούνται οι, έως τότε, ανύπαρκτες υποδομές μιας διαρκώς αναπτυσσόμενης πρωτεύουσας, με τις διεθνείς συμπράξεις αμερικανικών, βρετανικών, γαλλικών και γερμανικών, κυρίως, συμφερόντων να επιτυγχάνουν εξαιρετικούς όρους εξαγοράς της αποκλειστικής δυνατότητας εκμετάλλευσης βασικών κοινωνικών αγαθών όπως είναι το ηλεκτρικό ρεύμα και το νερό.

Αντίστοιχες περιπτώσεις με αυτήν της ULEN στην Αθήνα υπήρξαν και σε άλλες ελληνικές πόλεις, μιας και η χώρα δεν διέθετε ποτέ εθνικό σύστημα ύδρευσης, αλλά βασιζόταν στους δήμους και τις κοινότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της Λάρισας, όπου από τα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίζονται οι πρώτες μελέτες για την ύδρευση και τον ηλεκτροφωτισμό της πόλης. Το 1910 ιδρύεται η «Ηλεκτρική και Υδρευτική Εταιρία ο Πηνειός» αλλά επειδή δεν διαθέτει τα απαιτούμενα κεφάλαια για τα έργα, πουλά τα προνόμια της αποκλειστικής εκμετάλλευσης νερού και ηλεκτροδότησης της πόλης στην γαλλική εταιρία Omnium Francais d’ Electricite.

Η εταιρία δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της και οδηγεί τους κατοίκους της Λάρισας σε κινητοποιήσεις, με αποτέλεσμα την έκπτωση της Omnium και την ίδρυση της «Εταιρίας Ύδρευσης και Ηλεκτροφωτισμού Λάρισας» (Ε.Υ.Η.Λ). Αν και η εν λόγω εταιρία δεν είχε τα κεφάλαια να προχωρήσει στα απαραίτητα έργα, ο κίνδυνος από τις αρρώστιες που θερίζουν τους κατοίκους της πόλης (κυρίως ο κοιλιακός τύφος) θα τους κάνουν να λύσουν, τελικά, μόνοι τους το πρόβλημα. Τον Οκτώβριο του 1926 ξεκινούν οι ίδιοι τα έργα ύδρευσης της πόλης τους, μετά την ομόφωνη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου για σύσταση συνεταιρισμού καταναλωτών και τρία χρόνια αργότερα ο Ελευθέριος Βενιζέλος τούς απονέμει τα εύσημα καθώς πατάει το κουμπί για την υδροδότηση όλων των σπιτιών και των καταστημάτων της πόλης. Τις δαπάνες για την κατασκευή των έργων υδροδότησης, που έφτασαν το ιλιγγιώδες ποσό των 20 εκατομμυρίων δραχμών, το κάλυψαν εξ ολοκλήρου οι κάτοικοι. Το ελληνικό κράτος δεν έβαλε δραχμή.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σε δηλώσεις του σε Αθηναίους δημοσιογράφους, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είπε: «Να γράψετε παρακαλώ στις εφημερίδες σας ότι τα έργα ύδρευσης και ηλεκτροφωτισμού της Λαρίσης ετελέσθησαν δια μόνον των οικονομικών δυνάμεων του τόπου επί τη βάση ενός ιδιότυπου νόμου την έκδοσιν του οποίου προκάλεσαν ο Δήμος Λαρίσης και να καλέσητε τους Δημάρχους όλων των πόλεων της Ελλάδος να λάβουν υπόδειγμα εις την εκτέλεσιν δημοτικών έργων, την Λάρισαν»³.

Τα επόμενα χρόνια η ΕΥΗΛ υπερδιπλασίασε το νερό ανά κάτοικο και η Λάρισα απέκτησε την υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση σε νερό και ρεύμα στην επαρχιακή Ελλάδα. Η πρωτοβουλία των κατοίκων της Λάρισας πριν από 80 σχεδόν χρόνια, αποτελεί πρότυπο για το πώς θα πρέπει να διαχειρίζονται οι τοπικές κοινωνίες τις υποθέσεις που αφορούν ακρογωνιαία αγαθά ανθρώπινης διαβίωσης, όπως είναι το νερό και η ηλεκτρική ενέργεια.

Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Ελλάδας, μοιάζει αρκετά με εκείνη της Αθήνας. Οι εγκαταστάσεις ύδρευσης της πόλης διαμορφώθηκαν υπό Οθωμανική κυριαρχία και το 1888 η υδροδότηση της πόλης παραχωρείται με αυτοκρατορική διαταγή στον Τούρκο επιχειρηματία Χαμδή Εφέντη, ο οποίος με βελγικά κεφάλαια ιδρύει την εταιρία με τίτλο «Οθωμανική Εταιρία Υδάτων Θεσσαλονίκης» η οποία λειτούργησε παράλληλα με τη δημοτική ύδρευση της πόλης μέχρι το 1939.

Με τον τρόπο αυτόν είχαμε μια άτυπη συνύπαρξη ιδιωτικού και δημόσιου χαρακτήρα στην ύδρευση της πόλης, μιας και μετά το μεγάλο κύμα Ελλήνων προσφύγων από την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, η βελγική εταιρία ύδρευσης κατασκευάζει εξ ολοκλήρου το εσωτερικό της δίκτυο. Τρία χρόνια νωρίτερα ο Δήμος είχε αναλάβει για πρώτη φορά τη χλωρίωση του νερού και των υδραγωγείων της πόλης.

Το 1939 συστήνεται ο Οργανισμός Υδρεύσεως Θεσσαλονίκης (ΟΥΘ) ο οποίος εξαγοράζει την «Οθωμανική Εταιρία Υδρεύσεως Θεσσαλονίκης» και στη συνέχεια αναλαμβάνει τις εγκαταστάσεις ύδρευσης. Μία μετάβαση από τα ιδιωτικά κεφάλαια στα χέρια του Δήμου μέσω μιας σχετικά ομαλής διαδικασίας, κάτι που η πρωτεύουσα Αθήνα με τον όλο και περισσότερο αυξανόμενο πληθυσμό -και άρα κέρδη- θα βιώσει μετά από πολλά χρόνια. Η ΟΥΘ μετονομάζεται σε Εταιρία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ) το 1998, μετά τη συγχώνευση της ΟΥΘ και της ΟΑΘ (Οργανισμός Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης).

Το μεγάλο σχέδιο «κρατικοποίησης της Ελλάδας» ξεκινά από τη δεκαετία του 1950. Η εταιρία Power που είχε για χρόνια στα χέρια της την αποκλειστική παραγωγή και διανομή ενέργειας στην Αθήνα, εξαγοράζεται από το ελληνικό κράτος και τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ). Την ίδια μοίρα είχαν και οι τηλεπικοινωνίες με τον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (ΟΤΕ) καθώς και άλλες υπηρεσίες όπως οι μεταφορές και οι αερογραμμές. Το νερό όμως εξακολουθεί να παραμένει σε ιδιώτες.

Οι καταστροφές των βασικών υποδομών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η παραμονή των βασικών πηγών υδροδότηση της Αθήνας στα χέρια της ιδιωτικής ULEN προκαλούν απανωτά περιστατικά λειψυδρίας στην πρωτεύουσα. Το νερό σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες επαναπροσδιορίζεται ως κοινωνικό αγαθό, κάτι που δεν μπορούσε να αποφευχθεί ούτε στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά, μόλις το 1974 πραγματοποιείται η πλήρης μεταβίβαση της αποκλειστικής διαχείρισης του νερού στην Ελληνική Εταιρία Υδάτων (ΕΕΥ) ενώ το 1980 αλλάζει εντελώς το θεσμικό πλαίσιο σχετικά με την ύδρευση και την αποχέτευση της Αθήνας, μετά τη συγχώνευση των ΕΕΥ και ΟΑΠ (Οργανισμού Αποχετεύσεως Πρωτεύουσας) και τη δημιουργία της Εταιρία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτεύουσας ή αλλιώς ΕΥΔΑΠ.

Την ίδια εταιρία που 33 χρόνια μετά τη γέννησή της, το ελληνικό δημόσιο την περνά, μαζί με την ΥΕΑΘ, στο Ταμείο Ιδιωτικής Περιουσίας Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) με σκοπό την πώληση τους για μία ακόμη φορά σε ιδιώτες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου