26 Σεπ 2011

Ακαδημαϊκοί "αξιολογούν" το Νόμο-Πλαίσιο

Σε αυτήν τη χώρα γονείς και συγγενείς έχουν δαπανήσει πολύ ενέργεια και χρήμα για το κοινωνικό όραμα που φέρει τον τίτλο «Ελληνικό Πανεπιστήμιο». Και ναι, στην αρχή της μεταπολίτευσης ο πανεπιστημιακός χώρος υπήρξε φυτώριο πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού γιατί ερχόταν με συγκεκριμένη φόρα από το κοινωνικό κίνημα της δεκαετίας του ’60 ενώ στη συνέχεια δημιούργησε την δική του αναφορά με την γενιά του Πολυτεχνείου. Ακόμα και στη «μεταβατική» δεκαετία του ’80 η φουρνιά των αποφοίτων που μετανάστευσε στο εξωτερικό ήταν ευφυής, με ανταγωνιστικό μορφωτικό υπόβαθρο και υψηλή επιστημονική δυναμική.

Στη δεκαετία του ’90 όμως άρχισαν να αποκαλύπτονται όλες εκείνες οι αντιφάσεις και οι νευρώσεις που έχτιζε σιγά-σιγά και με «σταυροβελονιά» ο «ελευθεριακός» σοσιαλισμός από τη μια και ο «συντηρητικός» φιλελευθερισμός από την άλλη˙ της ιδιότυπης, βέβαια, ελληνικής περίπτωσης. Το ασφυκτικό κομματικό σύστημα άρχισε να δηλητηριάζει ανεξέλεγκτα ένα κομμάτι της νεολαίας, κρατώντας μάλιστα για τον εαυτό του έναν προνομιακό χώρο πολιτικής «δράσης». Πανεπιστημιακές σχολές και τμήματα απλώθηκαν στην επικράτεια όχι με πρόθεση να εξελιχτούν σε χώρους σκέψης και δημιουργίας, αλλά για να εξυπηρετήσουν μικροπολιτικά συμφέροντα.
Για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική (και όχι μόνο) κοινωνία, τα πανεπιστημιακά ιδρύματα έχουν να πουν πολλά. Είναι το «φράκταλ» μιας χώρας σε κατάθλιψη η οποία προσπαθεί να επιβιώσει σε μια οδυνηρή, παράλογη, όχι όμως και ανεξήγητη, πραγματικότητα. Καθηγητές με διαφορετικές ακαδημαϊκές πορείες, με αντίθετες αλλά και ταυτιζόμενες απόψεις μάς απαντούν σε ορισμένες γενικές ερωτήσεις που ενδεχομένως να φωτίζουν την προβληματική γύρω από την ανώτατη εκπαίδευση. Ο άξονας περιστροφής των ερωτήσεων δεν θα μπορούσε να μην ο πρόσφατος νόμος-πλαίσιο , ωστόσο, προσπαθήσαμε να εκμαιεύσουμε πως οι καθηγητές αντιλαμβάνονται ευρύτερα τις προοπτικές της παιδείας, όχι μόνο εντός του πανεπιστημιακού χώρου αλλά και εκτός του. 

Πανεπιστήμια της ανατροπής ή της αναπαραγωγής;

Το ότι η ακαδημαϊκή διδασκαλία και έρευνα έσπειραν κινηματικές διαδικασίες και μορφοποίησαν κοινωνικές διεκδικήσεις, είναι δεδομένο. Την εποχή της οικονομικής, κυρίως όμως της αξιακής κρίσης, τι «απίδια» μπορεί να πιάσει ο σάκος του; Ρωτάμε αν ο πανεπιστημιακός χώρος μπορεί, ιδίως σήμερα, να συμβάλλει στη δημιουργία ριζοσπαστικής σκέψης που οδηγεί σε δημιουργικές ανατροπές; Μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία πολιτικής συνειδητότητας;
«Το πανεπιστήμιο μπορεί να παίξει τον ρόλο πυριδιταποθήκης», λέει ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος, επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. «M’ έναν τρόπο, το Πανεπιστήμιο ‘συγκρότησε’ την Αριστερά˙ με την έννοια του ότι ήταν ένας προνομιακός χώρος για την αριστερή  έκφραση και παραγωγή ιδεών. Όπως εξηγεί ο Πουλαντζάς κατ’ επανάληψη στο έργο του, στην Ελλάδα δεν είχαμε τους οργανικούς διανοούμενους της αστικής τάξης με αποτέλεσμα στον χώρο των ιδεών, δηλ. στο Πανεπιστήμιο, να υπάρχει μια ιδιότυπη εισχώρηση της Αριστεράς. Την ίδια στιγμή, δεν είχαμε ποτέ ιδιαίτερα έντονες συνδικαλιστικές εκφράσεις τουλάχιστον όπως την Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία και βέβαια την Αγγλία. Αυτές υποκαταστάθηκαν εν πολλοίς από το Πανεπιστήμιο».
«Σήμερα, μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες τελμάτωσης, τόσο στην Ευρώπη αλλά και στην Αμερική, το Πανεπιστήμιο πάει να χάσει τον ρόλο του κριτικού μελετητή των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων που είχε κάποτε», θα πει ο Κωνσταντίνος Αγγελάκος, επίκουρος καθηγητής Παιδαγωγικών στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και διευθυντής του περιοδικού «Νέα Παιδεία». «Οι τομείς του που σχετίζονται με τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες υποβαθμίζονται συνεχώς. Ενώ μιλάμε για δυνατότητες παρέμβασης και ανταγωνιστικής παρουσίας στο πλαίσιο των αγορών, δεν στοχεύουμε σ’ ένα πανεπιστήμιο το οποίο παράλληλα θα κρίνει και θα ερευνά σε τομείς της γνώσης που είναι πολύ σημαντικοί για την κοινωνική εξέλιξή (πολιτική, ιστορική σκέψη, συγκρότηση συνείδησης) Ειδικά σήμερα, αυτή του η πλευρά είναι περισσότερη επίκαιρη από ποτέ», καταλήγει.
Από τη μεριά της η Κλέα Κατσουγιάννη, καθηγήτρια Βιοστατιστικής και Επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών  προτιμά να εξηγήσει γιατί το Πανεπιστήμιο δεν ευνόησε, όπως θα έπρεπε, διεργασίες κοινωνικής προόδου και αλλαγών. «Ως συλλογικός θεσμός το πανεπιστήμιο ανήκει σ’ εκείνους τους φορείς που δεν ‘εκσυγχρονίστηκαν’ αλλά έμειναν πίσω ως προς την κοινωνική του συμβολή. Δεν εννοώ ότι δεν υπάρχουν πανεπιστημιακοί που δεν έκαναν καλή δουλειά, ωστόσο, συνολικά δεν συνέβαλλαν σε μια ευρύτερη πρόοδο. Στην έρευνα, όπου η αξιολόγηση ήταν και είναι πιο εφικτή (και έχουμε επιτυχίες Ελλήνων επιστημόνων), υπάρχουν τεκμήρια ποιοτικής δουλειάς ακόμη και σε διεθνές επίπεδο. Βέβαια, αυτό είναι κάτι που δεν μεταφράστηκε θετικά στην εκπαίδευση των φοιτητών και τη σχέση εκπαιδευτών – φοιτητών, γεγονός που θα αποτελούσε το θεμέλιο για μια ουσιαστική συνεισφορά του Πανεπιστημίου».
Όσο για την κομματικοποίηση της φοιτητικής νεολαίας και την πολιτική διαστροφή που αυτή επέφερε με τον τρόπο που λειτούργησαν οι φοιτητικές παρατάξεις, ο καθηγητής της Θεωρητικής Πληροφορικής στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ (Berkeley University), Χρίστος Παπαδημητρίου, μας λέει από την Καλιφόρνια, ότι πρόκειται για ένα «διεθνές σκάνδαλο», «μια τροχοπέδη για τη βελτίωση του πανεπιστημίου». «Για μένα είναι ό,τι πιο αηδιαστικό έχουν κάνει οι Έλληνες πολιτικοί: προσδέσανε στο διεφθαρμένο άρμα των μεγάλων κομμάτων το πιο αγνό κομμάτι της σπουδάζουσας νεολαίας». 

Στο «εικόνισμα του νόμου»

Η συζήτηση για την ανώτατη παιδεία διαμορφώθηκε τις περισσότερες φορές από την εξαγγελία ενός νέου νόμου-πλαισίου. Ο πρόσφατος νόμος έρχεται να «πάρει την σκυτάλη» από τον ν.1268/1982 που ψηφίστηκε όταν το ΠΑΣΟΚ πανηγύριζε στις «δάφνες» της κοινωνικής συναίνεσης, αποτέλεσμα της εκλογικής νίκης του το 1981. Χωρίς να εφαρμόζονται πάντα οι διατάξεις του κατά γράμμα, ο νόμος «ταξίδεψε» μέχρι το 2007 όταν ο νόμος-πλαίσιο που έφερε η Μ.Γ. Κουτσίκου, συναντώντας βέβαια ευρείες κινηματικές αντιδράσεις, υπερψηφίστηκε.
Τι μεσολαβεί τώρα; Ποια είναι εκείνα τα σημεία του νόμου που προκαλούν αντιδράσεις; Πως ερμηνεύεται εντέλει το συνολικό πνεύμα του νέου νόμου;

Διοίκηση
«Καταρχήν, ο νέος νόμος πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν ένα θεσμικό κατασκεύασμα η υλοποίηση του οποίου απομένει να κριθεί. Είναι σύνηθες στην χώρα μας να έχουμε συγκροτημένους νόμους αλλά πολλές διατάξεις, προεδρικά διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις, όπως με το νόμο-πλαίσιο της Γιαννάκου, δεν εφαρμόστηκαν ποτέ», σχολιάζει εισαγωγικά ο Κ. Αγγελάκος. «Ως Πρωτοβουλία Μελών ΔΕΠ Ιατρικής Σχολής, είμαστε υπέρ στο να εφαρμοστεί ο νόμος . Η άποψη ότι ‘όποτε θέλουμε εφαρμόζουμε τους νόμους’, μάς βρίσκει αντίθετους, ωστόσο στα σημεία που διαφωνούμε -και υπάρχουν τέτοια- θεωρούμε ότι πρέπει να παλεύουμε να βελτιωθούν μέσα από τροπολογίες ή μέσα από τις ευκαιρίες που δίνει ο νόμος», συμπληρώνει η κ. Κατσουγιάννη.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Στάθης Ευσταθόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας και αντιπρόεδρος της ΠΟΣΔΕΠ, κρίνει θετικά την αλλαγή που αφορά το σύστημα διοίκησης των Πανεπιστημίων: «Πλέον τα ιδρύματα μπορούν να καθορίσουν τους δικούς τους εσωτερικούς κανονισμούς με αυξημένες αρμοδιότητες  – βέβαια υπήρχε και σε παλιότερους νόμους η πρόβλεψη για εσωτερικές διαδικασίες διοίκησης αλλά σε λίγες περιπτώσεις εφαρμόστηκαν. Μένει να δούμε την εφαρμογή».
«Νομίζω ότι πλέον ότι μεταβαίνουμε από ένα δημοκρατικό σχήμα σ’ ένα ημι – εκλεγόμενο, ημι – διοριζόμενο», επισημαίνει ο Κ. Αγγελάκος και συνεχίζει: «Νομίζω βέβαια ότι πρόκειται για ένα σύστημα που θα έχει πολλές δυσκολίες διότι εντός πανεπιστημίου το διοικητικό παρελθόν δεν είναι τόσο επιτυχημένο˙ επιπλέον, δεν ξέρουμε αν οι άνθρωποι που θα ενισχύσουν τα νέα συμβούλια διοίκησης, με ποια κριτήρια θα έρθουν και ποια θα είναι η ταυτότητά τους».
«Τα περίφημα συμβούλια είναι μια απεικόνιση της αντίληψης των ακροδεξιών και νέο-φιλελεύθερων και υπάρχουν δύο σημαντικά ζητήματα αναφορικά μ’ αυτά», δυσπιστεί ο Στ. Κωνσταντακόπουλος. «Είναι αλήθεια ότι το μέχρι τώρα σύστημα διοίκησης ήταν όντως διεφθαρμένο, όχι βέβαια στο βαθμό που μεγεθύνεται από αρκετούς, από ΜΜΕ κ.λπ. (υπήρχαν περιπτώσεις αυτοκάθαρσης του πανεπιστημίου: σκάνδαλο της Παντείου, κρούσμα οικογενειοκρατίας στο Τμ. Κοινωνικής Θεολογίας) . Ωστόσο, πιστεύω ότι στο φαινόμενο της διαφθοράς, το φάρμακο δεν μπορεί να είναι η παράδοση της εξουσίας σε λίγους», προσθέτει.
«Νομίζω ότι έγινε τόση κατάχρηση της εξουσίας από τους φοιτητές, και με ευθύνη βέβαια δική μας, των διδασκόντων, που η αγανάκτηση της ακαδημαϊκής κοινότητας και της πολιτείας για την διαπλοκή έφτασε στο μέγιστο βαθμό», αντιτείνει η Κ. Κατσουγιάννη και επισημαίνει ορισμένα σημεία που διαβλέπει ότι χρειάζονται αλλαγές: «Κατά την άποψή μου, οι κοσμήτορες συγκεντρώνουν πολλές αρμοδιότητες και γι’ αυτό πιστεύω ότι θα πρέπει να εκλέγονται κι αυτοί από το σύνολο των μελών ΔΕΠ ώστε να έχουν μια αντίστοιχη νομιμοποίηση. Τα εκλεκτορικά σώματα για τις εκλογές ΔΕΠ δεν πρέπει να επιλέγονται από τον κοσμήτορα αλλά να κληρώνονται από τις λίστες που θα υπάρχουν – είναι κάτι που μπορεί να περιορίσει το ‘δούναι-λαβείν’ ανάμεσα στις διοικητικές αρχές και τους εξαρτώμενους».

Αγορά
Την ίδια στιγμή, πολύς λόγος γίνεται για την κατάργηση του Τμήματος ως μονάδα που όπως εξηγεί σε πρόσφατη τοποθέτησή του ο πανεπιστημιακός του Α.Π.Θ. Δημήτρης Κωτσάκης «διασφαλίζει την ελεύθερη συνάντηση φοιτητών και διδασκόντων στη συγκρότηση και πραγμάτωση ολοκληρωμένων προγραμμάτων σπουδών». Η εξάλειψή του Τμήματος σε συνδυασμό με την αλλαγή στο σύστημα σπουδών (βλ. πιστωτικές μονάδες) προσιδιάζει, σύμφωνα με τους πολέμιους του νόμου, σε μια εκπαίδευση «α λα καρτ», στις αυξανόμενες απαιτήσεις της αγοράς. «Στο υπουργείο υπάρχουν κάποιοι που έχουν την ιδεοληψία κατάργησης του Τμήματος», λέει ο Στ. Κωνσταντακόπουλος  και συνεχίζει τη συλλογιστική του:
«Κατάργηση του τμήματος σημαίνει κατάργηση μιας συγκεκριμένης επιστημονικής πειθαρχίας γιατί η γνώση μπορεί να μην έχει ανελευθερίες, αλλά χρειάζεται μια πειθαρχία. Ο άνθρωπος δεν μαθαίνει σε βάθος τίποτα, γίνεται ένας πελάτης που καταναλώνει λίγο εδώ, λίγο εκεί -και εδώ εισάγεται η συλλογιστική των πιστωτικών μονάδων.  Να το πω με απλά λόγια: η κατάργηση του τμήματος είναι πολυδάπανη. Σκεπτόμενοι το εφήμερο, αρκετοί λένε ότι ‘με το νέο σύστημα θα διαλέγω ελεύθερα και σε τρία χρόνια θα έχω τελειώσει’. Δεν είναι έτσι όμως, η γνώση θα είναι τόσο περιορισμένη εξαιτίας του λίγου χρόνου φοίτησης ώστε ο φοιτητής θα ξαναγυρίζει συνεχώς για επανακατάρτιση, πράγμα που θα το απαιτεί η αγορά».
«Όταν είσαι πανεπιστημιακός δάσκαλος έχεις την αποστολή να παράγεις γνώση, με διδασκαλία και έρευνα, προς όφελος της κοινωνίας», ξεκαθαρίζει ο Χ. Παπαδημητρίου και συνεχίζει: «Η οικονομία της Ελλάδας είναι μια καπιταλιστική κοινωνία δεμένη με την Ευρώπη και γι’ αυτό πρέπει να δεχτούμε ότι το πανεπιστήμιο είναι δεμένο με τον καπιταλισμό.  Μπορεί οι ‘αριστεροί’ ακαδημαϊκοί στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων θέλω να συγκαταλέγομαι κι εγώ, να μην θεωρούν αυτήν την κατάσταση ιδανική -θέλω να συνεχίσουμε να παλεύουμε και στα οδοφράγματα και στις κάλπες- ωστόσο θα πρέπει να φτιάξουμε ένα πανεπιστήμιο όπου θα υπάρχει σοβαρός σχεδιασμός π.χ. χρειάζεται να βλέπουμε τι ζήτηση υπάρχει για τις διάφορες ειδικότητες».
Ο Στ. Ευσταθόπουλος θυμάται ότι εδώ και πολλά χρόνια «τα Πανεπιστήμια πρότειναν στο υπ. Παιδείας για το πόσους φοιτητές μπορούσαν να εκπαιδεύσουν. Ωστόσο, οι αριθμοί εισαγωγής ήταν διπλάσιοι και τριπλάσιοι με αποτέλεσμα να έχουμε έναν πληθωρισμό ανθρώπων που έπαιρναν πτυχίο στο οποιοδήποτε ανασφαλές οικονομικό περιβάλλον. Τα πανεπιστήμια δεν είναι και δεν πρέπει να γίνουν γραφεία εύρεσης εργασίας».

Χρηματοδότηση
Σ’ ένα επισφαλές οικονομικό περιβάλλον βέβαια η οικονομική λειτουργία των Πανεπιστημίων καθίσταται ζήτημα επιβίωσης. Από πού, πώς και με ποιους όρους θα χρηματοδοτούνται;  Η δημόσια χρηματοδότηση θα έγκειται πλέον στην Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας ενώ το υπουργείο θα έχει κι αυτό συμμετοχή στην τελική απόφαση γι χρηματοδότηση Από την άλλη, η ιδιωτική χρηματοδότηση στην οποία αρκετοί βλέπουν μια αγοραία κατάληψη της πανεπιστημιακής αυτονομίας υπήρχε και προηγούμενα, ωστόσο, κινήθηκε σε σχετικά «χαμηλές πτήσεις».
«Είναι αλήθεια ότι υπήρχαν και υπάρχουν αρκετοί κλάδοι που έχουν πολύ μικρή πρόσβαση στις χρηματοδοτήσεις γιατί δεν έχουν εφαρμοσμένο ενδιαφέρον», θα μας πει η Κ. Κατσουγιάννη. «Την ίδια στιγμή, εξίσου αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχε εντός Ελλάδας μια σταθερή, κρατική προκήρυξη προγραμμάτων, αν και τα τελευταία χρόνια γίνεται μια προσπάθεια. Οι Έλληνες ερευνητές δεν μπορούσαν να απευθυνθούν κάπου για να λάβουν χρηματοδότηση με αξιοκρατικό τρόπο», επισημαίνει.
«Κανένας δεν εμπόδισε κάποιον ιδιώτη να χρηματοδοτήσει την έρευνα σε κάποιο πανεπιστήμιο», λέει με τη σειρά του ο κ. Ευσταθόπουλος και σπεύδει να διευκρινίσει ποια είναι το «διαφορετικό» που φέρνει ο νέος νόμος. «Αυτό που δεν υπήρχε πριν είναι η ίδρυση έδρας. Πλέον όποιος έχει χρήματα μπορεί να πάει σε κάποιο Πανεπιστήμιο και να ιδρύσει έδρα για σπουδές πάνω σε οποιοδήποτε αντικείμενο˙ παράλληλα, θα έχει τη δυνατότητα να τοποθετήσει όποιον ‘ημέτερο’ θελήσει».
Από την άλλη, ο κ. Κωνσταντακόπουλος αναρωτιέται για την μεταφορά της επιχειρηματικής κουλτούρας των αμερικανικών πανεπιστημίων στην ελληνική περίπτωση. «Για ποια αγορά μιλάμε στην Ελλάδα;  Tου ανύπαρκτου επιχειρηματικού κόσμου και των ελάχιστων καινοτομιών; Ή θα είναι οι κρατικοδίαιτοι γνωστοί επιχειρηματίες;».

Αξιολογούμε τίποτα, τι γίνεται;

«Η αυτό-αξιολόγηση στα ιδρύματα προβλέπεται και στο βαθμό που τα ίδια τα πανεπιστημιακά ιδρύματα μπορούν να αποτιμήσουν το ίδιο τους το έργο είναι κάτι επιθυμητό», σχολιάζει σχετικά ο κ. Αγγελάκος. «Σ’ ένα ανοιχτό ωστόσο περιβάλλον η αξιολόγηση πρέπει να γίνεται από άτομα εκτός ιδρύματος με εμπειρία και προσόντα», προσθέτει.
«Αν και δεν είμαι σίγουρος ότι το υπουργείο Παιδείας και η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας μπορούν να λειτουργήσουν στο επίπεδο που θέλουμε, ωστόσο κάποια στιγμή η διαδικασία της αξιολόγησης πρέπει να λειτουργήσει – ο καθένας χρειάζεται να λογοδοτεί για ο,τι κάνει», καταλήγει.
Η «μαύρη» αλήθεια είναι ότι η αξιολόγηση στα Ελληνικά Πανεπιστήμια γινόταν συνήθως στη βάση κομματικών κριτηρίων και εξυπηρετήσεων πελατειακών σχέσεων σε τοπικές κοινωνίες. «Ο πρόεδρος της ΠΟΣΔΕΠ, μάς έλεγε στην Διοικούσα Επιτροπή που έγινε τον Ιούνιο, ότι τα ‘περίφημα’ 25  ΤΕΙ που αποφασίστηκε να κλείσουν ενόψει του νέου νόμου-πλαισίου, ήταν εκπληκτικό πως ‘άλλαζαν’ την ονομασία τους ανάλογα με την επίδραση των τοπικών βουλευτών», μας πληροφορεί ο κ. Κωνσταντακόπουλος (σ.σ: με άλλα λόγια γινόταν ‘πολιτική’ μάχη για το ποιο Τμήμα θα παραμείνει ανοικτό και ποιο θα κλείσει, ανεξαρτήτως αξιολόγησης βέβαια).  «Σε μια τέτοια κατάσταση αντιλαμβάνεστε ότι έκλεισε ένα διεθνώς αξιολογημένο τμήμα ΤΕΙ και παρέμεινε άλλο που ήταν στα ‘μαύρα του τα χάλια’», καταλήγει.
Βέβαια, ο Στ. Ευσταθόπουλος και η Κ. Κατσουγιάννη πιστεύουν και έχουν αποδείξεις ότι γίνεται δουλειά σε ορισμένα τμήματα.
«Αν δείτε τις διεθνείς αξιολογήσεις, όχι συνολικά των ελληνικών πανεπιστημίων γιατί εκεί, πράγματι, δεν καταλαμβάνουμε υψηλές θέσεις, αν δείτε τον όγκο του ερευνητικού έργου στην ιατρική σχολή ή ότι το Μετσόβιο, όπως μαθεύτηκε πρόσφατα, είναι 17ο  στην χρηματοδότηση από τα ερευνητικά κονδύλια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα καταλάβετε ότι κάτι γίνεται», επισημαίνει ο κ. Ευσταθόπουλος.
«Το Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής σε πολλά θέματα είναι πρωτοπόρο παγκοσμίως. Έχουμε καταρχήν τη μεγάλη συμβολή του, για πολλά χρόνια καθηγητή μας, κ. Τριχόπουλου – είναι από τους πιο γνωστούς επιδημιολόγους παγκοσμίως. Την ίδια στιγμή, το εργαστήριο μας έρχεται πρώτο στις δημοσιεύσεις στην Ιατρική Σχολή παρότι έχει πολύ μικρό αριθμό μελών ΔΕΠ σε σχέση με τα μέλη ΔΕΠ της Σχολής».

Πέρα από το Πανεπιστήμιο

Επιτέλους, τα βιβλία κάτω. Η ζωή ούτε ξεκινάει, ούτε τελειώνει με το Πανεπιστήμιο. Ρωτήσαμε τους συνεντευξιαζόμενους αν αρκεί ένας νόμος για να οργανωθεί η ανώτατη εκπαίδευση. Eντέλει, πως η γνώση και η εκπαιδευτική διαδικασία θα γίνει μέσο συνεννόησης και κοινωνικής δημιουργίας, ενδεχομένως και εκτός Πανεπιστημίου;
«Η ίδια η κοινωνία θα έπρεπε να απαιτήσει τη σωστή παιδεία», θα πει η Κ. Κατσουγιάννη. «Η δική μας η σχολή παίρνει τους κατά τεκμήριο πιο καλούς μαθητές, με υψηλή βαθμολογία. Ωστόσο, αν ρωτήσουμε τους γονείς τους τι ενδιέφερε τα παιδιά τους, να μάθουν ή να πάρουν ‘χαρτί’, όλοι  θα προτιμήσουν τη δεύτερη απάντηση», συμπληρώνει.
Από τις ΗΠΑ και την οικονομικά μαστιζόμενη Καλιφόρνια, ο Χρίστος Παπαδημητρίου μας μιλά για το Ιντερνετ ως το «καφενείο της δημιουργικότητας», ως έναν νέο «δημόσιο» χώρο όπου η γνώση διαχέεται και εξελίσσεται. «Στις μεγαλουπόλεις υπάρχουν εστίες εκτός πανεπιστημίων όπου γίνεται ανταλλαγή ιδεών και απόψεων από ανθρώπους ετερόκλητους. Ωστόσο, ο χώρος που αποτελεί γι’ αυτές τις διαδικασίες μια πανίσχυρη και θριαμβευτική πραγματικότητα, είναι το Ιντερνετ. Εκεί είναι ο χώρος σήμερα όπου κατά κάποιον τρόπο ‘απειλείται’ το Πανεπιστήμιο. Αν σήμερα δέχεται μια πίεση από κάπου, αυτή προέρχεται από το Ιντερνετ. Γιατί κάποιος να πάει να σπουδάσει 4 χρόνια κάπου ενώ μπορεί να τα έχει όλα online, να κατεβάζει σημειώσεις, διαλέξεις, να συζητάει με ανθρώπους σε φόρουμ κ.λπ;».
«Αισθάνεστε ότι το Πανεπιστήμιο απειλείται; Έχετε κάποιο πρόβλημα μ’ αυτό;», τον ρωτάμε.
«Ακούστε, εγώ μάλλον αγαπάω πολύ τον πανεπιστημιακό χώρο, ωστόσο όλα τα πράγματα έχουν ημερομηνία λήξης», επισημαίνει χαριτολογώντας. 

Ο XΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΥΛΟ

Ο καθηγητής του Berkeley University, Χρίστος Παπαδημητρίου, ασκεί κριτική για την παρουσία και τη δράση των φοιτητικών παρατάξεων στην Ελλάδα λέγοντας πως ενεπλάκησαν με τα μικροπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων κομμάτων. Την ίδια στιγμή,  και ενώ για αρκετά χρόνια πίστευε πως το άσυλο όφειλε να καταργηθεί, δηλώνει ότι,πλέον, έχει αλλάξει άποψη:
«Για το άσυλο έχω αλλάξει άποψη και υπάρχει συγκεκριμένος λόγος. Σε μια περίοδο σαν τη σημερινή -και επειδή έτυχε να είμαι στις διαδηλώσεις του Ιουλίου στην Αθήνα- όπου η κρατική καταστολή έχει πάρει αυτήν την έκταση και ένταση, νομίζω ότι το άσυλο χρειάζεται. Νομίζω ότι αυτό που είδαμε δε συγκρίνεται με αυτά που είδαμε επί Χούντας ή στον Καραμανλή τον πρεσβύτερο. Και ενώ θεωρούσα μέχρι πρότινος ότι το άσυλο ήταν κοροϊδία, καθώς είχε συγκεκριμένη σημασία επί Χούντας, τώρα πιστεύω ότι χρειάζεται να υπάρχει: να διαφυλαχθεί ένα μέρος όπου η κρατική καταστολή δεν θα μπορεί να ‘χτυπήσει’. Νομίζω ότι αυτή η διάταξη του νομοσχεδίου δεν πρέπει να εφαρμοστεί».

 

Μπολόνια: Ήτανε «νια» και γέρασε»; 

 

Η περίφημη Συνθήκη της Μπολόνια έχει «κλείσει» πλέον 12 χρόνια. Ο στόχος αυτής της μη διακρατικής και μη δεσμευτικής συμφωνίας ήταν να δημιουργηθεί ένας Ενιαίος Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης (European Higher Education Area) μέχρι το 2010. Η υπογεγραμμένη από 47 χώρες, μέχρι σήμερα, συνθήκη, επαγγελόταν την αύξηση της κινητικότητας φοιτητών και ακαδημαϊκών εντός της Ε.Ε. ενώ παράλληλα στόχευε στο να αυξήσει την απασχολησιμότητα.

Ωστόσο, η σημερινή οικονομική και πολιτική συγκυρία με τις κρίσεις χρέους στην ευρωζώνη καθώς και τα κοινωνικά αδιέξοδα αντίστοιχα,  αποδεικνύουν ότι η Συνθήκη -ούτως ή άλλως από μόνη της δεν θα ήταν ικανή- δεν επιτυγχάνει τους όποιους στόχους της. Στο επίπεδο της ευρωπαϊκής αγοράς, η κινητικότητα των φοιτητών και η σύνδεσή τους με την εργασία είναι κάτι που ακόμα δεν αποτυπώνεται με σαφήνεια είτε γιατί λείπουν τα εργαλεία μελέτης είτε γιατί τα κράτη-μέλη έχουν ανεπαρκείς σχετικές στρατηγικές . Αν υπάρχει κάποια κινητικότητα, αυτή εκφράζεται καλύτερα με τον όρο «φυγή» ή «φοιτητική μετανάστευση»: παγκοσμίως η Ελλάδα βρίσκεται στην 6η θέση αναφορικά με την «εξαγωγή φοιτητών».
Την ίδια στιγμή, η προσπάθεια ομογενοποίησης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, με τα προσχήματα της πολυ-πολιτισμικότητας από τη μια και της συγκρότησης ενιαίας ταυτότητας από την άλλη, προτείνει και υιοθετεί το «κυνήγι» των πιστωτικών μονάδων (European Credits Transfer System -Ευρωπαϊκό Σύστημα Μεταφοράς και Συσσώρευσης ακαδημαϊκών μονάδων) που «στρώνει», όπως αρκετοί υποστηρίζουν, τον «δρόμο για την υποβάθμιση του βασικού πτυχίου σε πιστοποιητικό επαγγελματικής κατάρτισης και βεβαίωση συλλογής δεξιοτήτων».
«Μια απλή σύνδεση με την παραγωγική διαδικασία δεν σημαίνει απολύτως τίποτα», μας λέει η Αγγελική Χρονοπούλου, μαθηματικός και υπεύθυνη ύλης του περιοδικού «Σύχρονη Εκπαίδευση». «Όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα και με τη βοήθεια της τεχνολογίας -αν και η παραγόμενη υπεραξία στις τεχνολογικές επιχειρήσεις μένει στο κεφάλαιο και δεν εισπράττεται από τους εργαζόμενους- το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε είναι εργαζόμενους οι οποίοι θα δουλεύουν ως τα 85 τους χρόνια, με το κεφάλι σκυμμένο και παίρνοντας μεροκάματα Κίνας. Όλοι μπορούμε να δουλεύουμε λιγότερο, να είμαστε ταυτόχρονα αποδοτικοί και μετά να κάνουμε, στα μέτρα του εφικτού, αυτό που πιστεύουμε ότι χρειάζεται η κοινωνία: μιλάω για την χρήση του ελεύθερου χρόνου που κανένας μας πλέον δεν έχει».
Η διαδικασία της Μπολόνια έχει επικριθεί αρκετές φορές για την εξειδίκευση που προστάζει η αγορά ενώ έχει χαρακτηριστεί ως φαινόμενο «μακντοναλντοποίηση» ακόμη και σε χώρες όπως η Γερμανία, η οποία διατηρεί την οικονομική ηγεμονία σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια προβληματική, ωστόσο, ηγεμονία στην οποία, τόσο οι ακαδημαϊκοί όσο και οι επιχειρήσεις, γκρινιάζουν για τις αρρυθμίες της Μπολόνια (βλ. «Μπέρδεψαν την έρευνα με τα λογιστικά»).
Αξίζει να σημειωθεί ότι ελάχιστα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αναφέρθηκαν στις αντιδράσεις που συναντά τα τελευταία χρόνια η συγκεκριμένη διαδικασία, μια διαδικασία με φρενήρεις και ασφυκτικούς για τους φοιτητές ρυθμούς. Δεν έλειψαν μάλιστα και οι υπουργοί που παραδέχτηκαν «παραλείψεις» στις  σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις και ήρθαν αντιμέτωποι με πλήθος φοιτητικών διαμαρτυριών (Αυστρία, Γερμανία – 2009, Κροατία) .

Χρήστος Σύλλας


Ακούστε εδώ ολόκληρες τις συνεντεύξεις:

Χρίστος Παπαδημητρίου


Σταύρος Κωνσταντακόπουλος



Στάθης Ευσταθόπουλος



Κωνσταντίνος Αγγελάκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου